Την άφιξη της Revolut στην Αθήνα αναγγέλλει σε συνέντευξή του στο insider.gr ο Νικολάι Στορόνσκι, ιδρυτής και CEO της βρετανικής Fintech, ο οποίος αποκαλύπτει ότι η ελληνική αγορά πηγαίνει πολύ καλά –αν και βρισκόταν στον «αυτόματο» έως σήμερα.
Η Revolut αριθμεί ήδη 60.000 χρήστες στη χώρα μας και πήρε την απόφαση να στήσει τοπική ομάδα με έδρα την Αθήνα, η οποία θα τρέχει τη δραστηριότητα της Revolut στη χώρα μας με στόχο να πενταπλασιάσει τους πελάτες στις 300.000 έως το τέλος του έτους.
Η μεγαλύτερη ψηφιακή τράπεζα της Ευρώπης, η οποία λειτουργεί με άδεια πιστωτικού ιδρύματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχει κατορθώσει σε 2,5 χρόνια να αποκτήσει 1,5 εκατ. χρήστες. Μέσα από το smartphone τους, οι χρήστες μπορούν να μεταφέρουν και να λαμβάνουν χρήματα προς όλες τις χώρες και σε 130 νομίσματα, χωρίς προμήθειες εμβασμάτων και με την καλύτερη δυνατή ισοτιμία. Τώρα, οι πελάτες της Revolut μπορούν να κάνουν και πάγιες πληρωμές μέσω των λογαριασμών τους, ενώ μπορούν να εκδίδουν και χρεωστική κάρτα.
Είστε ευχαριστημένοι από την ανάπτυξη της Revolut στην Ελλάδα και πώς κινήθηκαν τα μεγέθη σας σε επίπεδο πελατών και όγκου συναλλαγών το 2017;
Η Revolut συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς στην Ελλάδα, παρά τον ελάχιστο κόπο από πλευρά μας. Πλέον αριθμούμε πάνω από 60.000 Έλληνες πελάτες αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω στοιχεία για τις συναλλαγές, καθώς κάτι τέτοιο αντιτίθεται στην πολιτική της εταιρείας μας.
Πολύ σύντομα, όμως, θα λειτουργεί πλήρως η τοπική μας ομάδα στην Αθήνα, η οποία θα αναλάβει την επέκταση της πελατειακής μας βάσης στη χώρα.
H Revolut κατέγραψε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017. Είναι έτοιμοι οι Ευρωπαίοι να εμπιστευτούν τις ψηφιακές τράπεζες και πώς ο κλάδος μετασχηματίζεται προς το open banking;
Μπορεί η Revolut να αναπτύσσεται με τους ταχύτερους ρυθμούς από οποιαδήποτε άλλη καινοτόμα τράπεζα στην Ευρώπη, αλλά ακόμη βρισκόμαστε στην αρχή της διαδρομής. Πιο ανοιχτοί στις «νέο-τράπεζες» είναι οι νέοι ηλικίας 25-35 ετών, αν και αναμένουμε πολλοί περισσότεροι να εμπιστευτούν τις Fintech και να πειστούν για την αξιοπιστία τους.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, πιστεύω ακράδαντα ότι η Revolut θα αναδειχθεί σε πραγματικό ανταγωνιστή των παραδοσιακών τραπεζών, καθώς έχουμε δείξει ήδη δείγματα γραφής σε αυτόν τον τομέα μετά από 2,5 χρόνια λειτουργίας.
Πώς βοηθά η οδηγία PSD2 προς αυτή την κατεύθυνση και ποιες νέες καινοτόμες τραπεζικές υπηρεσίες θα δούμε την επόμενη διετία στην Ευρώπη;
Η ευρωπαϊκή οδηγία PSD2 είναι τελικά μια κατάσταση αμοιβαίου οφέλους (win-win) για τους καταναλωτές και τις Fintech, καθώς επιτρέπει σε εταιρείες όπως η Revolut να αντλήσουν στοιχεία πελατών από τις παραδοσιακές τράπεζες (με τη συγκατάθεσή τους) ώστε να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους και να προσφέρουν εξατομικευμένα και στοχευμένα προϊόντα.
Η πραγματική πρόκληση εδώ είναι εάν οι παραδοσιακές τράπεζες είναι διατεθειμένες να κινηθούν γρήγορα «στήνοντας» το αναγκαίο πλαίσιο (APIs) στο οποίο θα συνεργαστούν με τις Fintech για να αναβαθμίσουν την εμπειρία των πελατών τους.
Ποιο είναι το προφίλ των πελατών της Revolut (ηλικία, χώρα, οικονομική κατάσταση);
Οι πελάτες μας είναι μοιρασμένοι (50-50) μεταξύ της Βρετανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο μέσος πελάτης της Revolut είναι μεταξύ 25-35 ετών, ενώ το 60% των πελατών μας είναι άντρες και 40% γυναίκες.
Συνήθως, πρόκειται για επαγγελματίες που αναζητούν έναν εναλλακτικό τρόπο συναλλαγών, εκτός των μεγάλων τραπεζών, καθώς και συχνούς ταξιδιώτες ή μετανάστες που έχουν ανάγκη να ανοίξουν έναν λογαριασμό γρήγορα και να κάνουν συχνές μεταφορές χρημάτων στο εξωτερικό.
Τον Νέμβριο η Revolut «μπήκε» στα κρυπτονομίσματα δίνοντας στους πελάτες της τη δυνατότητα αγοράς Bitcoin και άλλων ψηφιακών νομισμάτων μέσω της πλατφόρμα της. Ποια είναι η πορεία αυτής της δραστηριότητας έως σήμερα; Είστε ευχαριστημένοι;
Πηγαίνει εξαιρετικά. Είναι αναπόφευκτο ότι ένα μέρος των νέων πελατών μας ανοίγει λογαριασμό στη Revolut γιατί μέσω της πλατφόρμας μας μπορούν να αγοράσουν, να διατηρήσουν και να πουλήσουν κρυπτονομίσματα πιο εύκολα και γρήγορα από οπουδήποτε αλλού. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξής μας, βέβαια, προέρχεται από τη σύσταση τοπικών ομάδων στις εκάστοτε ευρωπαϊκές χώρες, όπως θα γίνει σύντομα και στην Ελλάδα.