Η εργασία είναι δικαίωμα προστατευόμενο από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Εφόσον συμφωνούμε με το άρθρο 22 του Συντάγματός μας…. από εκεί πρέπει να ξεκινάνε όλα! Και εκεί να καταλήγουν.
Η κρίση, όμως, έχει θίξει και αυτό το συνταγματικό δικαίωμα των Ελλήνων, το δικαίωμα στην εργασία. Η γνωστή κίνηση της στρουθοκαμήλου δεν βοηθάει. Εξάλλου, πλέον, το πρόβλημα έχει τόσο γιγαντωθεί που η όποια προσπάθεια να καλυφθεί, φαντάζει με μωρία. Οφείλουμε, όλοι, να δούμε το σήμερα όπως είναι, ώστε να αποφασίσουμε και να δουλέψουμε για το αύριο που θέλουμε.
Τι κάνουμε σήμερα; Τι μπορούμε να κάνουμε; Αυτό είναι το ερώτημα. Η υγιής ανταγωνιστικότητα και η στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι ένα διαχρονικό ζητούμενο, το οποίο σαφέστατα εν μέσω κρίσης αποκτά πολλαπλασιαστική αξία.
Η δημιουργία θέσεων εργασίας μπορεί να προκύψει μέσα από μια υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα. Σήμερα, ωστόσο, με τα υπάρχοντα δεδομένα φαίνεται να κυριαρχεί επί πάντων η ανεργία, η οποία λειτουργεί ως ισχυρός παράγοντας πίεσης, καθορίζοντας και αυτή ακόμη τη διαμόρφωση του εργασιακού περιβάλλοντος. Διότι η ανασφάλεια και οι αντικειμενικές δυσκολίες που προκαλεί η ανεργία συμπαρασύρουν μοιραία σε μια έκπτωση από πλευράς εργαζομένων του διεκδικητικού τους πλαισίου. Έτσι, βλέπουμε από τη μία όλο και περισσότερες επιχειρήσεις να επιλέγουν και από την άλλη όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι να αποδέχονται να ενεργοποιήσουν τις δυνατότητες που έχουν πλέον από τη νομοθεσία και να στραφούν στις νέες ευέλικτες μορφές εργασίας. Και δεν θεωρώ ότι πάσχει η νομοθετική κατεύθυνση με θέσπιση νόμων που φαίνονται φιλοεργοδοτικοί, αλλά στην ουσία στοχεύουν στην διάνοιξη δυνατοτήτων. Εξάλλου δεν πρόκειται – και αναφέρομαι στις ευέλικτες μορφές εργασίας- σε ένα μόρφωμα που εφευρέθηκε ειδικά για την κρίση και ειδικά για την Ελλάδα. Θεωρώ, όμως, ότι το πρόβλημα έγκειται στη σύνδεση αυτών των μορφών εργασίας με την κρίση και στην χρήση τους σε μια εκτενή κλίμακα. Η αλόγιστη ενεργοποίηση δυνατοτήτων που θα έπρεπε ο εργοδοτικός κόσμος να τις αντιμετωπίσει ως μια εναλλακτική προοπτική και να τις χειριστεί ως ύστατη λύση και όχι ως μια ευκαιρία της στιγμής που δράττει με περισσή ευκολία, αυτή είναι η ουσία του προβλήματος. Στο όνομα του ανταγωνισμού δεν υπολογίστηκε σωστά ο παράγοντας της γενικευμένης ανασφάλειας και πως δρα αυτός καταλυτικά στο όλο σύστημα, οδηγώντας ενδεχομένως και σε αντίθετα αποτελέσματα. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είναι ένας σκόπελος ρευστότητας που προσαράξαμε πάνω της.
Το θλιβερό αυτό τοπίο έρχεται να συμπληρώσει η έκπτωση και στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, που παρακαλώ πιστέψατε ούτε αμελητέα είναι, ούτε δευτερεύουσα.
Βεβαίως, η κρίση και οι συνέπειές της είναι ένα διεθνές πρόβλημα και δεν αφορά αποκλειστικά στη χώρα μας. Οι ευρωπαϊκές χώρες, στο σύνολό τους βιώνουν με έντονο τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, χωρίς, βεβαίως το βάρος των παρενεργειών της να εκδηλώνεται σε όλες με την ίδια ένταση και τους ίδιους όρους. Καθοριστικής σημασίας ρόλο έχει για κάθε χώρα το αντιπροσωπευτικό σύστημα των εργαζομένων καθώς υπάρχουν ποικίλες διακυμάνσεις. Έτσι λοιπόν υπάρχουν χώρες όπου οι συλλογικές συμβάσεις είναι δυνατόν να καλύπτουν το 100% των εργαζομένων, ενώ σε ορισμένες άλλες οι κλαδικές ΣΣΕ καλύπτουν άνω του 80% των εργαζομένων (π.χ. Φινλανδία, Δανία). Στον αντίποδα υπάρχει μια δέσμη χωρών, κυρίως όσων εντάχθηκαν σχετικά πρόσφατα στην Ένωση, που το ποσοστό κάλυψης από τις ΣΣΕ είναι αρκετά χαμηλό (π.χ. 33% στην Ουγγαρία, 25% στην Βουλγαρία, 20% στη Λετονία). Η εικόνα αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια περίοδο έντασης της κρίσης όταν μάλιστα σε ορισμένες χώρες παρατηρείται και η σημαντική μείωση των υπογραφόμενων ΣΣΕ, όπως ενδεικτικά συμβαίνει στην Πορτογαλία όπου οι ΣΣΕ που συνάπτονται μειώνονται κατά 45% κατά την περίοδο της κρίσης. Θα λέγαμε, ωστόσο, ότι η οικονομική εικόνα των χωρών που δεν καλύπτονται επαρκώς από ΣΣΕ, είναι άκρως διδακτική ως απευκταία και θα πρέπει να συνυπολογίζεται σε κάθε συζήτηση που αφορά στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Η υγιής επιχειρηματικότητα αναγνωρίζει τις πραγματικές ευκαιρίες ανάπτυξης της ανταγωνιστικότητας και η ίδια γνωρίζει ότι η προσπάθεια παρέλκυσης των διευκολύνσεων σε κανόνα θα αποβεί τελικά καταστροφική για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας συμπαρασύροντας έτσι στο χάος και τις πιο υγιείς επιχειρήσεις. Διότι, αν επιχειρηθεί η κερδοσκοπία εις βάρος του εργατικού δυναμικού, είναι εύκολο να οδηγηθούμε σε πτώση της παραγωγικότητας, σε μη ποιοτικό αποτέλεσμα, αλλά και σε αποδόμηση του αγοραστικού δυναμικού της χώρας, κάτι που θα επιστρέψει εν ευθέτω χρόνω στους ίδιους τους επιχειρηματίες.
Σε παράλληλη τροχιά οι εργαζόμενοι, που βλέπουν να μεταβάλλεται ο εργασιακός χάρτης όπως τον είχαν γνωρίσει, καλούνται και – δέον είναι – να σταθούν με πνεύμα ομονοίας και με οξυμένη εργασιακή και ασφαλιστική συνείδηση απέναντι σε κάθε προσπάθεια που πλήττει τα δικαιώματά τους.
Φυσικά σε όλο αυτό η Πολιτεία δεν επιτρέπεται να είναι απούσα. Ζητούμενο είναι η εκπόνηση μίας Εθνικής Κοινωνικής Συμφωνίας για Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις η οποία θα αποφεύγει την αποσπασματικότητα των προτάσεων πολιτικής ανά θεματικό πεδίο και θα αναδεικνύει τη συνοχή και τη συμπληρωματικότητα των διαφορετικών μεταρρυθμίσεων (κυρίως στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα για την ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας) που δημιουργούν ένα ενιαίο πλέγμα κινήτρων για την ενίσχυση και την προστασία της απασχόλησης. Στο ευρύτερο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, τα παρακάτω θα συνεισφέρουν θετικά στην προσπάθεια αυτή:
1. Ανάληψη πρωτοβουλίας για τη θέσπιση εναλλακτικών συνδικάτων νέων εργαζομένων για την αποτελεσματικότερη προάσπιση των συμφερόντων των νεοεισερχομένων έναντι των φαινομένων εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
2. Αύξηση των κινήτρων (βλ. γενναίες φοροαπαλλαγές και κίνητρα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης) για την αμοιβαία επωφελή χρήση του εργοσήμου από ιδιώτες εργοδότες και εργαζομένους.
3. Δυνατότητες ελάφρυνσης ασφαλιστικών εισφορών: δικαιότερη κατανομή μη μισθολογικού κόστους μεταξύ επιχειρήσεων εντάσεως κεφαλαίου και εντάσεως εργασίας.
4. Ως γνωστόν η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε τέσσερις ριζικές ανατροπές σε θεσμικό, νομοθετικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο: Για την Κοινωνική Ανατροπή, στηρίζεται στην δημοσιοποίηση εθνικών, περιφερειακών και τοπικών καταλόγων "μαύρων" και "λευκών" επιχειρήσεων και φορέων (Black and White Lists), δηλαδή επιχειρήσεων και φορέων που επιδεικνύουν σεβασμό στην προάσπιση των εργασιακών σχέσεων, της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και σοβαρή Περιβαλλοντική Εταιρική Ευθύνη ή που, αντίθετα, αδιαφορούν.
5. Θεσμοθέτηση Εργατοδικείων.
6. Την ενεργοποίηση της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας ώστε να αποτελέσει το βασικό μεθοδολογικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, αλλά και γενικότερα της όποιας αυθαιρεσίας σε θέματα υπερωριών, αδειών κ.ά.
7. Τη συμπλήρωση των υφιστάμενων προγραμμάτων στήριξης της απασχόλησης με στοχευμένη ενίσχυση στις ομάδες με τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Ενδεικτικά:
7.1. Πρόγραμμα «Άμεσης Δημιουργίας Θέσεων Εργασίας» για Οικογένειες χωρίς εργαζόμενους, Μονογονεϊκές και Πολύτεκνες Οικογένειες, με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια.
7.2. Άνεργοι άνω των 55 ετών: Η κοινωνική προστασία μέσω της απασχόλησης της ομάδας αυτής, που έχει ελάχιστες πιθανότητες ένταξης στην αγορά εργασίας, θα μπορούσε να προωθηθεί με την διεύρυνση της εφαρμογής προγραμμάτων σε φορείς του ιδιωτικού τομέα και ΟΤΑ για την απασχόληση ανέργων που βρίσκονται στο στάδιο πλησίον της σύνταξης.
7.3. Εφαρμογή προγραμμάτων «Δεύτερης Ευκαιρίας» για απολυμένους ανέργους είτε από φθίνοντες κλάδους είτε με «παρωχημένες» ειδικότητες.
7.4. Απόκτηση Εργασιακής Εμπειρίας / Διεύρυνση της Μαθητείας για τους νέους.
Κλείνω, με την επισήμανση ότι η «προφανής» λύση δεν είναι και η ασφαλής λύση. Αυτή τη στιγμή, ακόμα και εν μέσω κρίσης, ο κοινωνικός διάλογος είναι η μόνη έξοδος διαφυγής και διάνοιξης δρόμου προς τα εμπρός.
Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή