Παρότι έχουν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια από την φορτισμένη και ταραγμένη περίοδο που ξέσπασε το «Μακεδονικό» ζήτημα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πολλά πράγματα φαίνεται πως έχουν μείνει κολλημένα πίσω στο χρόνο, δικαιολογώντας τη διαχρονικότητα του χαρακτηρισμού του «Μακεδονισμού», που είχε αποδώσει στην ελληνική εξωτερική πολιτική ο Χρήστος Ροζάκης. Οι πρόσφατες μετρήσεις κοινής γνώμης αναδεικνύουν δύο βασικά στοιχεία που αναμένεται να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις: α) την αντίθεση της μεγάλης πλειονότητας- περί του 75%- των Ελλήνων πολιτών σε μία ονομασία που θα εμπεριέχει τη λέξη Μακεδονία και β) τη θέληση των πολιτών να τοποθετηθούν για το ζήτημα μέσω δημοψηφίσματος. Αυτή η συμπεριφορά της κοινής γνώμης δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, είναι το εύλογο αποτέλεσμα των τραγικών χειρισμών, σχεδόν του συνόλου του πολιτικού κόσμου, ο οποίος είχε καταληφθεί από μία απίστευτη εμμονή με το ζήτημα της ονομασίας και την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ουσιαστικά, ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε το πολιτικό σύστημα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έδωσε στον όρο Μακεδονία μία πολιτισμική διάσταση, ανάγοντας τη χρήση του ως διακριτό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας ενός νεοπαγούς κράτους, σε μία προσπάθεια οικειοποίησης του πολιτισμού και της παράδοσης και παραχάραξης της Ελληνικής ιστορίας.
Έχει ενδιαφέρον να προσπαθήσει να αναλύσει κάποιος το Μακεδονικό με τα εργαλεία των κονστρουκτιβιστών, για να μπορέσει να αναδείξει πως το ζήτημα των πολιτισμικών ταυτοτήτων- γιατί κυρίως αυτό είναι- δημιούργησε έναν νέο εθνικισμό και στις δύο χώρες, ο οποίος όμως εδράζεται στην ανάσυρση και στην πολιτική εννοιολόγηση πολιτισμικών, ιστορικών και γεωγραφικών επιχειρημάτων από την αρχαιότητα. Επί της ουσίας, η χρήση ιστορικών συμβόλων της Ελλάδας από ένα άλλο έθνος, εκλαμβάνεται ως απειλή για την ταυτότητα της χώρας. Αυτή η αίσθηση απειλής, οδήγησε τους Έλληνες σε ένα νέο προσδιορισμό του «Εμείς», ως αντιθετική προβολή στους «Άλλους»- την πΓΔΜ- καταλήγοντας στην ισχυροποίηση της αίσθησης της μοναδικότητας της ιστορίας και του πολιτισμού της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό πως η τότε Κυβέρνηση, αλλά και άλλοι φορείς και οργανισμοί είχαν διοργανώσει μία σειρά από πολιτιστικά δρώμενα ενάντια στην αναγνώριση «της Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ακόμη και ο Ε.Ο.Τ. χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση καμπάνιας υπέρ της Ελληνικής Μακεδονίας. Η Ελλάδα είχε γεμίσει με μπλουζάκια και αυτοκόλλητα που έφεραν συνθήματα όπως «Πρώτα Μάθετε Ιστορία» ή «Το πνεύμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν παγκόσμιο αλλά η γενέτειρα του η Μακεδονία είναι Ελληνική για πάνω από 3.000 χρόνια». Ενώ, δεν έλειψε και η κινητοποίηση από τους Έλληνες της Διασποράς (πολιτικές διαφημίσεις σε εφημερίδες, διανομή προπαγανδιστικού υλικού στα αγγλικά από τις Πρεσβείες και από τις Ελληνορθόδοξες Εκκλησίες).
Το αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν το «Μακεδονικό» να καταστεί το θέμα- επιτομή της Ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, αναδεικνύοντας με τον πλέον εμφατικό τρόπο τα τρία κυρίαρχα σύνδρομά μας: α) ο περιούσιος λαός και το ανάδελφο έθνος, β) η σκευωρία εναντίον μας και γ) την απομόνωση μας. Αυτά λοιπόν τα τρία σύνδρομα μαζί έγιναν το πολιτικό μας επιχείρημα, οι Σκοπιανοί και η διεθνής κοινότητα- βλέπε Αμερικάνοι- συνωμοτούν εναντίον μας για να μας πάρουν τη Μακεδονία και να μας απομονώσουν. Αντί μίας πολιτικής αντιπαράθεσης με όρους εθνικού συμφέροντος, έχουμε εγκλωβιστεί σε μία διαμάχη για τους θρύλους και τη δόξα του παρελθόντος, στην οποία πρωταγωνιστούν ιστορικοί (sic) και λαογράφοι.
Το Μακεδονικό, ως το εθνικό μας φετίχ δεν μπορεί να προσεγγιστεί με όρους εθνικού συμφέροντος και realpolitik, με αποτέλεσμα να φτάνουμε σήμερα σε μία συζήτηση εγκλωβισμένη σε επιχειρήματα του τύπου «τι έχουμε να κερδίσουμε;», «γιατί να το λύσουμε;», «ποιος μας πιέζει;». Αν κάποιος μπορεί να τιθασεύσει τον πατριωτισμό και την συναισθηματική του φόρτιση μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα επιχειρήματα, εστιάζοντας στο διπλωματικό κεφάλαιο που έχουμε καταναλώσει όλα αυτά τα χρόνια και στον επιμέρους απομονωτισμό μας, όταν συμμετέχουμε σε διεθνείς συσκέψεις, απλώς και μόνο για να θέσουμε βέτο στη γειτονική χώρα. Επιχειρήματα υπέρ της λύσης υπάρχουν πολλά, δεν μπορεί όμως κάποιος να τα ζητά από τη Γοργόνα και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα έπρεπε να είχαν πάρει το μάθημα της δεκαετίας του ’90, αλλά δυστυχώς φαίνεται πως είναι ανεπίδεκτες, άλλωστε ένα εθνικιστικό ξέσπασμα είναι ο καλύτερος τρόπος για να καλύψεις τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η διαμάχη του ονόματος πρέπει επιτέλους να τελειώσει, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο δεν σκεπτόμαστε με όρους πολιτικής, διπλωματίας και λογικής. Πρέπει τέλος να συνυπολογίσουμε πως με τα δεδομένα της κοινής γνώμης, μία λύση που θα περιλαμβάνει αναφορά στη Μακεδονία δεν είναι αποδεκτή από τους πολίτες. Δύσκολες ασκήσεις για πολιτικές ηγεσίες που δεν έχουν δείξει πως ξέρουν να τις επιλύουν.