Επιμένει το ΔΝΤ στη θέση του πως οι υψηλές δαπάνες για τη χορήγηση συντάξεων στην Ελλάδα λειτουργούν σε βάρος της ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής.
Στην έκθεση που έδωσε χθες στην δημοσιότητα, το Ταμείο αναφέρει πως προ τις κρίσης το σύστημα κοινωνικής στήριξης της Ελλάδας ήταν αναποτελεσματικό και ανεπαρκώς στοχευμένο, καθώς είχε στο επίκεντρο του ένα πολύ γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα, που παρείχε περιορισμένη άμεση στήριξη στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα και στους ανέργους.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί στα πλαίσια των προγραμμάτων στήριξης το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας στην Ελλάδα παραμένει υπερβολικά εξαρτώμενο από συνταξιοδοτικές παροχές.
«Στο 27% του ΑΕΠ (το 2017), οι συνολικές κοινωνικές δαπάνες της Ελλάδας είναι υψηλότερες από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ», σημειώνει το ΔΝΤ και προσθέτει πως στις συντάξεις πάει η μερίδα του λέοντος, ενώ άλλα δίχτυα κοινωνικής προστασίας παραμένουν «υποανάπτυκτα».
Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ αναφέρει πως οι ελληνικές αρχές αναπτύσσουν ένα νέο σύστημα με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικτύου κοινωνικής προστασίας. Αυτό περιλαμβάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τα νέα οικογενειακά επιδόματα, το νέο επίδομα στέγασης και ένα νέο σύστημα ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας.
«Ακόμη και μετά την πλήρη εφαρμογή του νέου συστήματος, τα οφέλη που δεν αφορούν τα ηλικιωμένα άτομα θα παραμείνουν χαμηλά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες», αναφέρει το ΔΝΤ με επικριτική διάθεση και σημειώνει πως το πεδίο για την περαιτέρω αύξηση αυτών των παροχών παρεμποδίζεται από τις υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Την ίδια στιγμή στην έκθεση σημειώνεται πως οι δαπάνες για την υγεία έχουν συμπιεστεί στην Ελλάδα σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα στην Ευρωζώνη και σε επίπεδα που δεν είναι κατά το ΔΝΤ βιώσιμα.
Κατά τη διάρκεια του 2010-15, οι κοινωνικές δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν κατά 1% του ΑΕΠ, περικοπή που επηρέασε δυσανάλογα τους φτωχούς, όπως αποδεικνύεται από το αυξανόμενο μερίδιο των εξόδων των νοικοκυριών αυτών για την κάλυψη των σχετικών αναγκών (από το 22% το 2010 σε 44% το 2015).
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ενδιάμεση κατανάλωση υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα μειώθηκε κατά το ήμισυ σε σχέση με το μέσο επίπεδο στην Ευρώπη. Αυτή η μεγάλη προσαρμογή έχει επηρεάσει την ποιότητα των υπηρεσιών όπως αποδεικνύεται από τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των ατόμων που αναφέρουν μεγάλες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, ιδίως μεταξύ των φτωχών.