Οργανική κερδοφορία σταθερά σε υψηλά επίπεδα, ισχυρή κεφαλαιακή θέση και υψηλή ρευστότητα, επέτρεψαν στην Εθνική Τράπεζα να γίνει η πρώτη ελληνική τράπεζα που ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα (από τη Morningstar DBRS), μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα το 2010. Η Τράπεζα είναι επίσης η πρώτη που αποπλήρωσε το Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO), παρουσιάζοντας παράλληλα αυξημένα ταμειακά διαθέσιμα στα 9,1 δισ. το α’ τρίμηνο 2024.
Τα παραπάνω τόνισε στους αναλυτές ο CEO της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα α΄ τριμήνου της Τράπεζας. Τα αποτελέσματα καταγράφουν ισχυρές οικονομικές επιδόσεις που αποτυπώνονται σε άλμα του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, στο 17,6% σε επίπεδο οργανικών κερδών μετά φόρων και σε 19,7% σε επίπεδο αναλογούντων κερδών μετά φόρων, χωρίς να υπολογίζεται η αναπροσαρμογή για το υπερβάλλον κεφάλαιο CET1 άνω των εποπτικών ορίων. Επιπλέον, τα κεφαλαιακά αποθέματα της Τράπεζας ενισχύθηκαν περαιτέρω, με το δείκτη CET1 να ανέρχεται στο 18,6% και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 21,3%, αυξημένοι κατά +80μ.β. και +110μ.β. σε τριμηνιαία βάση – συμπεριλαμβάνοντας πρόβλεψη για διανομή μερίσματος –, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ισχυρή δημιουργία οργανικών κεφαλαίων. Η Διοίκηση της ΕΤΕ δεν έδωσε πληροφόρηση για το μέρισμα που σκοπεύει να διανείμει φέτος από τα κέρδη του 2023, ούτε και εκτίμηση για το πού σκοπεύει να θέσει τον πήχη του payout ratio για το μέρισμα του 2025, σχολιάζοντας μόνο ότι αναμένει την επίσημη απόφαση του SSM αρχές Ιουνίου.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, την πρόβλεψη για την οργανική κερδοφορία μετά τους φόρους στη φετινή χρήση, ανέφερε ως στόχο τα 1,2 δισ. ευρώ (τα οργανικά κέρδη μ.φ. το α΄ τρίμηνο ανήλθαν σε 320 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 45% ετησίως).
Ερωτώμενος σχετικά, ο CEO της ΕΤΕ, Π. Μυλωνάς, είπε ότι το περαιτέρω upside των οικονομικών επιδόσεων της Τράπεζας στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει τόσο γρήγορα, όσο αρχικά αναμενόταν, σε μειώσεις επιτοκίων, με αποτέλεσμα να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο της Τράπεζας (εκτιμήθηκε σε 290 μ.β. για το 2024 από 326 μ.β. το α΄ τρίμηνο). Πρόσθεσε επίσης ότι αναμένεται να κοπάσει το φαινόμενο των πρόωρων αποπληρωμών εταιρικών δανείων, ενισχύοντας έτσι την πιστωτική επέκταση. Ο κ. Μυλωνάς απέδωσε στις πρόωρες αποπληρωμές επιχειρηματικών δανείων και την κάμψη που σημείωσαν οι καταθέσεις της ΕΤΕ το α΄ τρίμηνο.
Πάντως, σημείωσε ότι πρόκειται για αποπληρωμές από ελάχιστες επιχειρήσεις, με μεγάλα όμως ποσά δανείων, από τομείς όπως η ενέργεια και η ναυτιλία. Τον Απρίλιο, όπως είπε, διαπιστώθηκε απότομη αύξηση των νέων δανείων, με δάνεια 3 δισ. ευρώ να βρίσκονται στην ουρά για εκταμιεύσεις. Συγκεκριμένα, τα εγκεκριμένα αλλά μη εκταμιευμένα επιχειρηματικά δάνεια, πέραν των εκταμιεύσεων του Απριλίου που ανήλθαν σε 850 εκατ. ευρώ, ανέρχονται σε 2,9 δισ., θέτοντας τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου πιστωτικής επέκτασης για το 2024 ανάλογη αυτής του 2023.
Η Διοίκηση της ΕΤΕ αναφέρθηκε επίσης στην ισχυρή βάση ρευστότητας της Τράπεζας (95% από καταθέσεις), στην αύξηση των εσόδων από προμήθειες, κυρίως από τα επενδυτικά και τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα (+ 39% τα έσοδα από προμήθειες), στην υπέρβαση του στόχου για τα κεφάλαια MREL (ήδη έχει πιαστεί ο στόχος 25,3% που είχε τεθεί για τον Ιανουάριο 2025), στα εγγυημένα δάνεια του Δημοσίου (η ΕΤΕ έχει λάβει ήδη εποπτική επιβάρυνση 100 εκατ. ευρώ στα κεφάλαιά της για τα δάνεια αυτά), καθώς και στο hedging επιτοκίων που έχει κάνει (η θέση της ανέρχεται σε 10 δισ. ευρώ, με το negative carry να κινείται στα 16 εκατ. ευρώ).