Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν τέθηκαν σε ισχύ βάζοντας στο στόχαστρο τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και το εμπόριο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών θα πρέπει να συμμορφωθούν στις αμερικανικές «επιταγές» για διακοπή συναλλαγών με τη συγκεκριμένη χώρα. Η Ελλάδα συνεργάζεται με το Ιράν κυρίως στον ενεργειακό τομέα καθώς εισάγει ιρανικό πετρέλαιο και πλέον στρέφεται σε άλλες αγορές ενώ οι κυρώσεις έχουν αλυσιδωτές συνέπειες και για την παγκόσμια οικονομία.
Οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά του Ιράν, η αύξηση της παραγωγής από σχιστόλιθο στην Αμερική, η αναζήτηση νέων αγορών εν μέσω της άρσης των περιορισμών στις εξαγωγές αμερικανικού αργού, το φλερτ αμερικανικών κολοσσών (π.χ η Exxon Mobil αναζητά συνεργασίες εκτός ΗΠΑ, ήδη συνεργάζεται και με τον όμιλο «Ελληνικά Πετρέλαια», τα οποία από την πλευρά τους βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με την Αμερική για το ενδεχόμενο εισαγωγής LNG), η ένταση στις ελληνο-ρωσικές σχέσεις (η Ελλάδα εισάγει ρωσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία) καταλήγουν σε έναν «κοινό παρανομαστή»: τον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των ΗΠΑ και την ενίσχυση των πιθανοτήτων συνεργασίας σε πολλαπλά επίπεδα στον τομέα αυτό μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής όπως και μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Ήδη πολύ πρόσφατα, Γιούνκερ και Τραμπ σε κοινή τους δήλωση εξέφρασαν την πρόθεση να ενισχύσουν τη στρατηγική συνεργασία ΕΕ-ΗΠΑ σε θέματα ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, όπως δήλωσε ο κ. Γιούνκερ, «η αύξηση των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, αν οι τιμές τους είναι ανταγωνιστικές, θα μπορούσε να διαδραματίσει αυξανόμενο και στρατηγικό ρόλο στον εφοδιασμό της ΕΕ με φυσικό αέριο· αλλά και οι ΗΠΑ πρέπει να παίξουν τον ρόλο τους στην εξάλειψη των γραφειοκρατικών περιορισμών που παρακωλύουν τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Οι δύο πλευρές έχουν να κερδίσουν πολλά από τη συνεργασία στον τομέα της ενέργειας.»
Ο κ. Κώστας Ανδριοσόπουλος καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Ενεργειακής Οικονομίας στο ESCP Europe Business School στο Λονδίνο μιλώντας στο insider.gr κάνει μια σύντομη ανάλυση της κατάστασης όπως αυτή τείνει να διαμορφωθεί, αναφορικά με τις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν: «Η κατάσταση τείνει να επανέλθει στα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από μερικά χρόνια (πριν από την τελευταία άρση το 2015).
Όσον αφορά στην ελληνική αγορά, τα ΕΛΠΕ παραδοσιακά αγόραζαν από το Ιράν λόγω του τύπου του αργού (η συγκεκριμένη ποιότητα υπαγορεύει καλύτερη τιμή σε σχέση ενδεχομένως με το αμερικανικό αργό). Τώρα θα πρέπει να στραφούν σε εναλλακτικούς προμηθευτές με κίνδυνο να αγοράσουν πιο ακριβά. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί είναι ότι το ιρανικό πετρέλαιο είναι πιο βαρύ και πιο συμβατό με τα ελληνικά διυλιστήρια («πιο σεταρισμένο» θα λέγαμε). Από την άλλη, το αμερικανικό αργό είναι πιο ελαφρύ και θεωρείται καλύτερης ποιότητας. Η Αμερική είναι έτοιμη να κάνει όπως φαίνεται άνοιγμα σε νέες αγορές και ίσως να επιδιώξει να πουλήσει σε ανταγωνιστικές τιμές δεδομένου ότι διεκδικεί μερίδια και στην ευρωπαϊκή αγορά. Όπως σίγουρα θα γνωρίζετε, οι αμερικανικές εξαγωγές έχουν πολλές προοπτικές μετά την άρση των περιορισμών στις εξαγωγές αργού οι οποίες είχαν επιβληθεί τη δεκαετία του 1970, ως αντίδραση στις ελλείψεις στις προμήθειες ενέργειας».
Οι επιπτώσεις για τον κλάδο σε παγκόσμιο επίπεδο
Οι κυρώσεις προφανώς επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όλων των κλάδων (ειδικά σε μεταφορές, ενέργεια, χρηματοοικονομικά και τουρισμό) εξαιτίας της συρρίκνωσης των συναλλαγών με το Ιράν. Οι επιχειρήσεις έχουν επίγνωση των συνεπειών με πρόσφατο παράδειγμα την αντίδραση του γαλλικού πετρελαϊκού ομίλου, Total.
Αναφορικά με τη διεθνή αγορά, ο Δρ. Ανδριοσόπουλος σημειώνει ότι «γαλλικές ιταλικές, γερμανικές αλλά και πολλές άλλες επιχειρήσεις είχαν επενδύσει αρκετά στο άνοιγμα της αγοράς μετά την άρση των κυρώσεων. Σταδιακά θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους γιατί οι δραστηριότητές τους συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Αμερικής. Θα χάσουν κεφάλαια τα οποία έχουν επενδύσει και θα πρέπει να περιμένουν να ξανανοίξει η αγορά, κάτι που αναμένεται ότι θα γίνει μετά από δύο με τρία χρόνια».