Το πρώτο ξενοδοχείο που λειτούργησε στην νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1821 ετοιμάζεται να ανοίξει και πάλι τις πύλες του στο κοινό. Τοποθετημένο δίπλα από τη Ρωμαϊκή Αγορά επί των οδών Αιόλου 3-5 και Αδριανού το ξενοδοχείο «Αίολος» υπήρξε το πρώτο κτήριο στην Αθήνα που ανεγέρθη εξαρχής με σκοπό να γίνει ξενοδοχείο.
Ο δρόμος για την επαναλειτουργία της μονάδας άνοιξε μετά την έγκριση της μελέτης για την αποκατάσταση του ιστορικού διατηρητέου μνημείου από το υπουργείο Πολιτισμού. Να σημειώσουμε ότι το κτίριο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη το 1985, με διάταγμα του ΥΠΠΟ.
Όταν το 1833 γερμανικά συνεργεία μηχανικών και αρχιτεκτόνων κατέφταναν με εντολή του Όθωνα για την ανοικοδόμηση της πόλης κι οι Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ «κατέστρωναν» το Σχέδιον των Αθηνών, αποφάσισαν να οργανώσουν πολεοδομικά την πρωτεύουσα πάνω στο τρίγωνο Πειραιώς – Σταδίου – Ερμού. Τότε ήταν που χάραξαν και την οδό Αιόλου, τον πρώτο δρόμο που το 1860 στρώθηκε με αμμοχάλικο και που 45 χρόνια μετά ασφαλτοστρώθηκε. Σε αυτό τον δρόμο, στις παρυφές του πάνω παζαριού της παλιάς Αθήνας, οικοδομήθηκε και το πρώτο ξενοδοχείο της πόλης σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη.
Η ανέγερση του «Αίολος» ξεκίνησε το 1835 και ολοκληρώθηκε το 1837, σε μια εποχή που η πόλη μεγάλωνε και μεταμορφωνόταν σε κέντρο της κρατικής μηχανής και έδρα των μεγάλων επιχειρήσεων, συγκεντρώνοντας επισκέπτες, εμπόρους, αλλά και ξένους διανοούμενους, Φαναριώτες, αστούς της διασποράς και φοιτητές. Μέχρι τότε άλλωστε την εικόνα της Αθήνας, του μικρού χωριού των 7.000 κατοίκων, συνέθεταν σκοτεινά και λασπωμένα σοκάκια τα οποία οι λιγοστοί, εν συγκρίσει με σήμερα κάτοικοι, διέσχιζαν με γαϊδούρια αν όχι με τα πόδια.
Η νέα πρωτεύουσα και η μεγάλη προσέλευση που δέχτηκε δημιούργησε την ανάγκη για ξενοδοχειακές υποδοχές οι οποίες θα αντικαθιστούσαν τα μέχρι τότε πρόχειρα πανδοχεία και τις διανυκτερεύσεις στην ύπαιθρο ενώ θα απάλλασσαν και τους ταξιδιώτες από το να κουβαλούν τα δικά τους κλινοσκεπάσματα. «Τα περισσότερα πανδοχεία της Αθήνας παρείχαν μόνο στέγη. Τα δωμάτια ήταν ελάχιστα επιπλωμένα και την επίπλωση αναλάμβαναν οι πελάτες. Οι Έλληνες της μεσαίας τάξης ταξιδεύουν με το κρεβάτι τους, που συχνά αποτελείται από μία κουβέρτα» έγραφε ο Εντμόντ Αμπού στο βιβλίο «Η Ελλάδα του Όθωνος».
Η άφιξη του νέου ξενοδοχείου δημιούργησε τέτοια αίσθηση που αναγράφηκε με πηχυαίους τίτλους στις εφημερίδες της εποχής. Μάλιστα η διαφημιστική καταχώρησή του στον Τύπο της εποχής ανέφερε χαρακτηριστικά: «Εις το Ξενοδοχείον τούτο δίδονται δωμάτια εφωδιασμένα με κραββάτους και έπιπλα ευρωπαϊκά. Πωλούνται δε διαφόρων ειδών οίνοι της Ευρώπης και άλλα διάφορα οινοπνευματώδη ποτά. Δίδεται πρόγευμα με τζάι και διάφορα ξηρά βρώματα. Τα φαγητά της τραπέζης γίνονται και κατά τον ευρωπαϊκόν και κατά τον τουρκικόν τρόπον, αι δε τράπεζαι είναι εις πάσαν ώραν έτοιμοι. Τα πάντα δίδονται εις μετρίας τιμάς». (Λίζα Μιχελή, «Η Αθήνα των Ανωνύμων»).
Το κτήριο που στεγάστηκε άλλοτε το ξενοδοχείο Αίολος είναι διώροδο κι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οθωνικής αρχιτεκτονικής με πολλά ανοίγματα, σύμφωνα με την αρχιτέκτονα – πολεοδόμο Έλια Μαντά. Έχει συνολικά 14 παράθυρα και δύο μπαλκονόπορτες. Ο εξωτερικός διάκοσμος είναι λιτός ενώ σε αυτό ξεχωρίζουν τα κεραμικά κιονόκρανα και το μαρμάρινο μπαλκόνι με ελικοειδή φουρούσια. Σύμωνα με τους ειδικούς όρους δόμησης του σχεδίου της πόλης το 1833, όπως συμπληρώνει η κ. Μαντά, στο ισόγειο υπήρχαν εμπορικά καταστήματα ενώ τα 25 δωμάτια του ξενοδοχείου ήταν τοποθετημένα στον επάνω όροφο. Επί της Αιόλου υπάρχει ένα θολωτό σφυρήλατο κιγκλίδωμα, πάνω στο οποίο αναγράφεται η χρονολογία των εγκαινίων του, το 1837.