Οι Έλληνες πληρώνουν για ιδιωτικές δαπάνες υγείας το 35% ενώ ο μέσος Ευρωπαίος διαθέτει το 15%. Παρατηρείται διαχρονικά μια συνεχής απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 σε βάρος των Ελλήνων.
Γράφει ο Καθηγητής Γιάννης Υφαντόπουλος*
Τα θέματα υγείας αποτελούν μια από τις πρώτες στρατηγικές προτεραιότητες των 27 Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις επερχόμενες εκλογές του Ιουνίου 2024. Οι κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών έχουν εξαγγείλει σημαντικές μεταρρυθμίσεις για το υπέρτατο αγαθό της υγείας. Σε πρόσφατη Σύνοδο των Ευρωπαίων Υπουργών Υγείας διατυπώθηκαν οι πρωταρχικές αρχές: της ισότητας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, και καθολικότητας στην πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας, που πρέπει να διέπουν την λειτουργία των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης στην Ευρώπη. Επισημάνθηκε ότι τα υγειονομικά συστήματα θα πρέπει να αποβλέπουν στη καταπολέμηση της φτώχειας και τη μείωση των υγειονομικών ανισοτήτων. Επιπλέον, υπογραμμίσθηκε ότι τα προγράμματα πρόληψης και ενημέρωσης του κοινού θα συμβάλλουν στην προώθηση ενός υγιούς τρόπου διαβίωσης των Ευρωπαίων πολιτών. Αξίζει να σκιαγραφήσουμε την υφιστάμενη κατάσταση στον τομέα της υγείας στη Χώρα μας, σε σχέση με την Ευρώπη, και να εκτιμήσουμε κατά πόσο η εξαγγελθείσα Ευρωπαϊκή Στρατηγική θα οδηγήσει στη μείωση των ανισοτήτων.
Από τις έρευνές που εκπονήθηκαν από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ΙΠΟΚΕ ερευνητικό κέντρο (www.ipoke.gr) μάς προέκυψε ότι η Ελλάδα αποτελεί την «Πρώτη Χώρα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Το χάσμα στην πρόσβαση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς στην Ελλάδα είναι υπερ-πενταπλάσιο, σε σχέση με τον μέσο ορό της ΕΕ-27. Το 1,2% των πλουσιότερων Ελλήνων δηλώνουν δυσκολίες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, έναντι του 17,2% των φτωχότερων τάξεων. Οι ανισότητες αυτές, σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας, που θα συζητήσουμε παρακάτω, έχουν συμβάλλει στη χαμηλή ικανοποίηση των Ελλήνων από το σύστημα υγείας τους. Πολλές έρευνες κοινής γνώμης (Gallops) που έχουν εκπονηθεί από το Ευρωβαρόμετρο, τον ΟΟΣΑ, τον ΠΟΥ και το Πανεπιστήμιο Αθηνών επισημαίνουν ότι μόλις το 38% των Ελλήνων, έναντί του 71% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, δηλώνουν ικανοποίηση από το σύστημα υγείας. Τα πορίσματα της πρόσφατης μελέτης του ΙΠΟΚΕ υποστηρίζουν ότι το 45% των Ελλήνων δηλώνουν ικανοποίηση από το σύστημα υγείας τους, έναντι του 96,5% των Ελβετών, το 94% των Δανών και το 91% των Ισπανών. Οι πιθανοί παράγοντες που συμβάλλουν στις διαφοροποιήσεις αυτές αποδίδονται κυρίως σε ιστορικά, οργανωτικά, διοικητικά, οικονομικά και πολιτισμικά αίτια. Στην χώρα μας ένα από τα διαχρονικά δυσεπίλυτα αγκάθια στον τομέα της υγείας είναι η δημόσια υπό-χρηματοδότηση του συστήματος υγείας μας.
Η χρηματοδότηση της υγείας είναι επένδυση
Οι έρευνες μας επισημαίνουν ότι η υγεία δεν αποτελεί κόστος για την κοινωνία, αλλά μια ουσιαστική επένδυση, με σημαντική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση, την παραγωγικότητα, και την ευημερία των πολιτών. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, (Health at a Glance 2023), διαθέτει το 8,6% του ΑΕΠ για την υγεία έναντι 9,2% του μέσου όρου των Χωρών του ΟΟΣΑ. Σε όρους κατά κεφαλήν σταθμισμένης δαπάνης, η Ελλάδα δαπανά 3.015$ για την υγεία έναντι 4.986$ του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. (απόκλιση μείον 40%). Η υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα της υγείας στην Ελλάδα είναι περισσότερο εμφανής σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας ανέρχεται στα 1.785$ έναντι 3.882$ του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (απόκλισή κατά μείον 54%) Εξετάζοντας την διαχρονική εξέλιξη των δημοσίων δαπανών υγείας στην Ελλάδα για την τελευτά δεκαετία, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, παρατηρούμε μια προκλητική μείωση στην Ελλάδα, κατά 26%, έναντι αύξησης κατά 20% στις ΕΕ-27. Εξετάζοντας το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται για την δημόσια υγεία παρατηρούμε μια χρόνια υποχρηματοδότηση της Ελλάδος σε σχέση με τον μέσο ορό της Ευρώπης (απόκλιση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες). Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία μνημόνια, η επιδημιολογική κρίση της COVID-19 και, στη συνέχεια, η ενεργειακή κρίση συνέβαλαν στην υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στη Χώρα μας.
Έξαρση των ιδιωτικών δαπανών
Εξετάζοντας περαιτέρω το πρότυπο χρηματοδότησης του τομέα της υγείας στην Ελλάδα, παρατηρούμε μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών, με αντίστοιχη έξαρση των ιδιωτικών δαπανών υγείας. Οι Έλληνες πληρώνουν για ιδιωτικές δαπάνες υγείας το 35% ενώ ο μέσος Ευρωπαίος διαθέτει το 15%. Παρατηρείται διαχρονικά μια συνεχής απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 σε βάρος των Ελλήνων. Η μετακύληση αυτής της δαπάνης από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον δυσβάστακτο βάρος στα ελληνικά νοικοκυριά δημιουργώντας σημαντικές καταστροφικές δαπάνες. Οι μελέτες του Πανεπιστημίου Αθηνών και του ΙΠΟΚΕ (www.ipoke.gr) έδειξαν ότι οι κύριοι παράγοντες που συμβάλουν στη δημιουργία των καταστροφικών δαπανών είναι: η χαμηλή οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, η παρουσία ενός ηλικιωμένου ή ανάπηρου μέλους στο νοικοκυριό και η παρουσία ενός τουλάχιστό μέλους με χρόνια ασθένεια. Επιπλέον, παράγοντες που συμβάλλουν στις καταστροφικές δαπάνες είναι το αυξημένο κόστος των υπηρεσιών υγείας, η χαμηλή ικανότητα πληρωμής και η έλλειψη επαρκούς δημόσιας ασφάλισης υγείας. Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν στη σταδιακή φτωχοποίηση των νοικοκυριών και στη σημαντική αύξηση των ανικανοποίητων αναγκών υγείας.
Οι προτάσεις
Στις προοπτικές του Νέου Ταμείου Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης (RRF) και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι υφεσιακές πολιτικές της προηγούμενης δεκαετίας και να αντικατασταθούν με αναπτυξιακά κίνητρα προσέλκυσης επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην οικονομική ανάπτυξη, και στις ευκαιρίες απασχόλησης και επαναπατρισμού του ανθρώπινου κεφαλαίου των νέων μας που βρίσκονται στο εξωτερικό. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τα πλέον ταλαντούχα στελέχη θα προτιμήσουν να επιστρέψουν και να εργαστούν σε εταιρείες της Χώρας μας, που υιοθετούν ισχυρές αξίες, που αποβλέπουν στη διαφάνεια, τα κίνητρα παραγωγικότητας και το γενικότερο κοινωνικό όφελος. Στην νέα ψηφιακή εποχή που διανύουμε θα πρέπει να αναζητήσουμε νέες σύγχρονες πολιτικές υγείας, που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, τα Big Data, το Blockchain, την τηλεϊατρική, και την δια λειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων υγείας. Οι εξαγγελίες για ενίσχυση του υγειονομικού δυναμικού, για τον εκσυγχρονισμό των 80 νοσοκομείων και των 156 κέντρων υγείας, για δωρεάν προληπτικές εξετάσεις σε όλους τους πολίτες και ο γενικότερος ψηφιακός μετασχηματισμός του συστήματος υγείας σε συνδυασμό με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες του MyHealth.gov.gr, των μητρώων των ασθενών, και των πρωτοκόλλων συνταγογράφησης θα συμβάλουν σε μια ηλεκτρονική επανάσταση στο σύστημα υγείας της χώρας μας που θα οδηγήσει σε μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη χάραξη πολιτικής υγείας για το άμεσο μέλλον και τις επόμενες γενεές.
*Ο Γιάννης Υφαντόπουλος (D.Phil.) είναι Καθηγητής & Ακαδημαϊκός Συντονιστής στο MBA University of Athens Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας του ΕΚΠΑ.