Το υψηλό κόστος, η αδυναμία κάλυψης της ζήτησης, η περιορισμένη γκάμα των προϊόντων, αλλά και οι δυσκολίες συνεργασίας με τους προμηθευτές αποτελούν τροχοπέδη στην «είσοδο» των ελληνικών προϊόντων στην τουριστική βιομηχανία της χώρας και συγκεκριμένα στα ξενοδοχεία. Αυτό προκύπτει από έρευνα της PWC, η οποία παρουσιάστηκε τη Δευτέρα στο πλαισίου του «Φόρουμ Αγροδιατροφής - Βιομηχανίας - Τουρισμού» που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Σύμφωνα με την έρευνα, ενώ οι Έλληνες ξενοδόχοι φαίνεται να ενδιαφέρονται να προμηθευτούν ελληνικά προϊόντα για τις επιχειρήσεις τους, τελικά αναγκάζονται να στραφούν σε εισαγόμενα, μη μπορώντας να ξεπεράσουν διαρθρωτικά προβλήματα που υπάρχουν τόσο στον αγροτικό, όσο και στο μεταποιητικό τομέα. Την ίδια , στιγμή, ο τουρισμός βρίσκεται σε συνεχή άνοδο και είναι καθοριστικό το γεγονός ότι τα ελληνικά προϊόντα μένουν εκτός από την καταναλωτική αλυσίδα.
Η ύπαρξη μεσαζόντων που ανεβάζουν και το κόστος των προϊόντων είναι καθοριστική. Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις τρία στα δέκα προϊόντα (30,4%) που αγοράζουν οι τουριστικές επιχειρήσεις διακινούνται απευθείας από τους παραγωγούς. Και αυτό καταγράφεται σε όλους τους κλάδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν κλάδοι που η παρουσία των μεσαζόντων είναι συντριπτική. Στον κλάδο του ξενοδοχειακού εξοπλισμού και συγκεκριμένα των επίπλων μόλις το 14,9% των προμηθειών γίνεται απευθείας από τους παραγωγούς στην περίπτωση των αλώσιμων το ποσοστό είναι μόλις στο 6%, των αλκοολούχων ποτών στο 6,6% , στα είδη κοσμητικής στο 8,2%, στα τυποποιημένα τρόφιμα στο 13,6%, στα είδη ιματισμού στο 14,5%, ενώ στα αναψυκτικά και τους χυμούς στο 13,8%.
Παρά το γεγονός ότι η τουριστική αγορά θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική αγορά για τους Έλληνες παραγωγούς αυτό δεν συμβαίνει. Για να γίνει κατανοητή η σημασία της τουριστικής αγοράς για τις ελληνικές επιχειρήσεις αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η μέση δαπάνη σε προμήθειες ανά ξενοδοχείο είναι 209.400 ευρώ, φτάνοντας το 1 εκατ. ευρώ για τα πεντάστερα ξενοδοχεία και τις 17.200 ευρώ για τα ξενοδοχεία με ένα αστέρι.
Τρόφιμα, ποτά και νωπά προϊόντα αποτελούν σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αξίας των προμηθειών ξεπερνώντας το 60% του συνόλου. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας της PWC το 59,8% των ξενοδοχείων διαθέτει εστιατόρια από τα οποία αντλούν το 44,6% των εσόδων τους. Η δυσκολία όμως να φτάσουν τα ελληνικά προϊόντα και να διοχετευτούν στην τουριστική βιομηχανία της χώρας φαίνεται και από το γεγονός ότι περίπου 6 στους 10 ξενοδόχους απάντησαν ότι οι προμήθειές τους σε αλκοολούχα ποτά, εκτός του κρασιού, προέρχονται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό μόλις 0-10%.
Αντίθετα, για το 44,5% των επιχειρήσεων οι εγχώριες προμήθειές τους σε τυποποιημένα τρόφιμα αγγίζουν το 75%-100%. Μια στις τέσσερις ξενοδοχειακές μονάδες έχουν προμηθευτές για είδη κοσμητικής από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό που δεν ξεπέρνα το 10%, ενώ μόνο οι μισοί ξενοδόχοι επιπλώνουν τα ξενοδοχεία τους μόνο με ελληνικά έπιπλα. Ο σημαντικότερος λόγος για αυτήν την επιλογή αναφέρουν ότι είναι το υψηλότερο κόστος αλλά και η αδυναμία των ελληνικών επιχειρήσεων να καλύψουν όλη την γκάμα των προϊόντων που ζητά η τουριστική αγορά. Επιπλέον αρκετές φορές εμπόδιο αποτελεί και το περιορισμένο ή αναξιόπιστο δίκτυο διανομής των επιχειρήσεων, η έλλειψη τυποποίησης, η έλλειψη πιστοποίησης, αλλά και ο ερασιτεχνισμός ορισμένων επιχειρηματιών.
Να σημειωθεί ότι το Φόρουμ «Αγροδιατροφής - Βιομηχανίας - Τουρισμού», δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία και σε συνεργασία της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, του Υπουργείου Τουρισμού καθώς και του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, με τη συμμετοχή και των εμπλεκόμενων παραγωγικών φορέων. Σκοπός του είναι να εκπονήσει ένα Σχέδιο Δράσης για να δημιουργηθούν οριζόντιες και κάθετες αλυσίδες αξίας, που θα συνδέουν το τουριστικό προϊόν της χώρας με της βαθμίδες της ελληνικής παραγωγής στον τομέα της Αγροδιατροφής, αλλά και σε τομείς της μεταποίησης (ιματισμός, εξοπλισμός ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων κ.ά.), με στόχο μεταξύ άλλων τη δημιουργία διεθνώς αναγνωρισμένου σήματος (branding), την ανάπτυξη της εξωστρέφειας και της υποκατάστασης εισαγωγών, τη δημιουργία και οργάνωση σύγχρονων συνεργατικών σχημάτων που μπορούν να συνδέσουν αποτελεσματικά την ελληνική παραγωγή με την τουριστική αγορά.