Στις διατάξεις του φορολογικού νομοσχεδίου που κατέθεσε χθες η Κυβέρνηση στη Βουλή προβλέπεται περίοδος παρακολούθησης της εξυπηρέτησης των δόσεων του δανείου εκ μέρους του δανειολήπτη, μετά τη λήξη της επιδότησης, αλλά και επιστροφή της επιδότησης σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης της οφειλής, έτσι ώστε να διασφαλίζεται, αφενός μεν η βιωσιμότητα των ρυθμίσεων και αφετέρου η αποθάρρυνση των δανειοληπτών που δεν έχουν πραγματική βούληση εξυπηρέτησης της οφειλής τους. Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στο να διασφαλίσει, ότι η συνεισφορά καταβάλλεται για το σκοπό της προστασίας της κύριας κατοικίας δανειοληπτών που έχουν πληγεί από τις δυσμενείς συνέπειες του κορονοϊού και προβλέπει τη διαδικασία αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων.
Τα καταβληθέντα ποσά συνεισφοράς αναζητούνται από τον οφειλέτη, του καταλογίζονται και επιστρέφονται εντόκως με επιτόκιο 2%. Στην περίπτωση που αποδειχθεί με δημόσια έγγραφα, ότι η αίτηση υπαγωγής είναι ψευδής και η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, τα καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται εντόκως με επιτόκιο 5% από το χρόνο καταβολής τους.
Η σχετική διάταξη αναφέρεται συγκεκριμένα και στην περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων των κανονισμών ήσσονος σημασίας για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου επιβάλλονται τόκοι για την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών από την ημερομηνία καταβολής τους και έως την επιστροφή τους, με βάση το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην περίπτωση που επιπροσθέτως αποδειχθεί με δημόσια έγγραφα ότι η αίτηση υπαγωγής είναι ψευδής και η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, η επιστροφή γίνεται εντόκως ξανά με επιτόκιο 5% από το χρόνο καταβολής.
Τέλος, η ίδια διάταξη προβλέπει και ποινικές επιπτώσεις σε βάρος του αιτούντος, που στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβάλει ανειλικρινή δήλωση ή ψευδή στοιχεία ή και αποκρύπτει αληθινά, με σκοπό την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου και τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους του από τη συνεισφορά του Δημοσίου. Όπως ρητά αναφέρεται, εφόσον υπάρξουν σχετικές ενδείξεις, μετά από αυτεπάγγελτη ή κατόπιν αναφοράς έρευνα, τα σχετικά στοιχεία εκάστης υποθέσεως, παραπέμπονται στον αρμόδιο εισαγγελέα για την εξέταση και διερεύνηση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των υπευθύνων.