Ένα ιδιαίτερα ισχυρό σετ αποτελεσμάτων για το δεύτερο τρίμηνο αναμένεται να ανακοινώσουν τα δύο εγχώρια διυλιστήρια (ΕΛΠΕ - Motor Oil), καθώς τα περιθώρια διύλισης εκτοξεύθηκαν, αντισταθμίζοντας έτσι και το πολύ υψηλότερο (τόσο σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση) ενεργειακό κόστος.
Το περιβάλλον παραμένει ευνοϊκό για τους δύο ομίλους και μέσω της περαιτέρω αύξησης των ταμειακών τους ροών αναμένεται να υποστηρίξουν υψηλότερες διανομές προς τους μετόχους τους, επιταχύνοντας και ισχυροποιώντας παράλληλα το επενδυτικό τους πλάνο στο κλάδο των ΑΠΕ.
Σε αυτή τη βάση, τα ΕΛΠΕ αναμένεται να ανακοινώσουν συγκρίσιμα EBITDA που θα ξεπεράσουν τα 400 εκατ. ευρώ, από 79 εκατ. ευρώ που ήταν στο δεύτερο τρίμηνο του περσινού έτους, ενώ τα συγκρίσιμα καθαρά κέρδη θα απογειωθούν πέριξ των 270 εκατ. ευρώ, από 10 εκατ. ευρώ στην αντίστοιχη χρονική βάση πέρυσι. Ως προς τα συγκρίσιμα EBITDA του κλάδου διύλισης και εφοδιασμού από τα 12 εκατ. ευρώ θα εκτοξευθούν κοντά στα 400 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που περαιτέρω ενίσχυση αναμένεται να καταγράψει η εγχώρια (κυρίως) αλλά και η διεθνής εμπορία. Από την άλλη, ως προς τον κλάδο των πετροχημικών εκτιμάται πως θα υπάρξει υποχώρηση των συγκρίσιμων EBITDA κοντά στα 21 εκατ. ευρώ από 45 εκατ. ευρώ που ήταν στο δεύτερο τρίμηνο του 2021.
Αξίζει να σημειωθεί, πως τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ στην Ελευσίνα και τον Ασπρόπυργο δε λειτούργησαν στη πλήρη δυναμική τους βάση κατά το δεύτερο τρίμηνο εξαιτίας της προγραμματισμένης συντήρησής τους, κάτι που υποδεικνύει και το σημαντικό μέγεθος της ανάκαμψης και των αναπτυξιακών προοπτικών του ομίλου. Επιπλέον, το πιο διαφοροποιημένο επιχειρηματικό τους μοντέλο, τους δίνει μια σχετικά χαμηλότερη έκθεση στο σκέλος της διύλισης. Η Goldman Sachs θεωρεί πως τα ΕΛΠΕ μπορούν να προσφέρουν μια μέση απόδοση ελεύθερων ταμειακών ροών περίπου 14% για το 2022 - 2023, καθώς και μια ισχυρή δυναμική κερδοφορίας, η οποία θα μεταφραστεί σε αύξηση των μερισματικών διανομών (περίπου 7,4% και 8,1% μερισματική απόδοση το 2022 και το 2023, εξαιρουμένων των έκτακτων μερισμάτων από την πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών, τα οποία θα μπορούσαν να συνεισφέρουν μια επιπλέον μερισματική απόδοση της τάξεως του 6% - 7% το 2022, με βάση τις προσδοκίες της εταιρείας για την τιμή πώλησης και το 50% των αναμενόμενων εσόδων από την πώληση, σύμφωνα με τις pro-forma εκτιμήσεις του οίκου). Η Goldman Sachs αναμένει πως τα προσαρμοσμένα EBITDA του ομίλου θα διπλασιαστούν από το 2021 έως το 2022, αντανακλώντας έτσι μια ισχυρή ανάκαμψη των περιθωρίων.
Από την άλλη, και η Motor Oil οδεύει προς επίπεδα ρεκόρ σε ότι αφορά τα μεγέθη του δευτέρου τριμήνου, με τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη να αναμένεται να προσεγγίσουν τα 290 εκατ. ευρώ (σε επίπεδο ομίλου - στα 32 εκατ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2021) και τα συγκρίσιμα EBITDA τα 470 εκατ. ευρώ από 93,24 εκατ. ευρώ που ήταν κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021, σύμφωνα με χρηματιστηριακούς παράγοντες. Επίσης σημαντικά ενισχυμένα αναμένονται τα συγκρίσιμα EBITDA του κλάδου διύλισης (άνω των 400 εκατ. ευρώ) και σε δεύτερο βαθμό στον κλάδο της εμπορίας και στον «βραχίονα» της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.
Ως προς τη Motor Oil, η Goldman Sachs επισημαίνει πως διαθέτει ένα εύρος προϊόντων υψηλής ποιότητας (με ένα ποσοστό υψηλότερο του 70% των πωλήσεων προϊόντων πετρελαίου της να αφορούν μεσαία και ελαφριά αποστάγματα). Επίσης, διαθέτει μια υψηλή πολυπλοκότητα διύλισης (διαθέτει από τα πιο προηγμένα τεχνολογικά, σύνθετα και ευέλικτα ως προς την παραγωγική διαδικασία προϊόντων διυλιστήρια) και έτσι βρίσκεται σε μια καλή θέση για να επωφεληθεί από τη διεύρυνση των περιθωρίων μεταξύ των ελαφρών (βενζίνη, ντίζελ) - βαρέων (αργό) προϊόντων πετρελαίου που έχει αρχίσει να ξεδιπλώνεται, με ένα ποσοστό κοντά στο 70% της πρώτης ύλης της να αφορά βαρύ αργό πετρέλαιο, και με το νέο εργοστασιακό συγκρότημα αναμορφωτή νάφθας να προσφέρει περαιτέρω ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές του ομίλου, προς τα τέλη του έτους.
Η Goldman Sachs μάλιστα τοποθετείται αρκετά υψηλότερα από το consensus σε ότι αφορά τα προσαρμοσμένα EBITDA και τα προσαρμοσμένα EPS για το 2022 - 2023 (+60% και +14% στα προσαρμοσμένα EBITDA). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η Motor Oil θα πρέπει να είναι σε θέση να παράγει μια μέση απόδοση ελεύθερων ταμειακών ροών περίπου 24% το 2022 - 2023, παρά τις συνεχείς επενδύσεις σε έργα ΑΠΕ. Αυτό οδηγεί σε μια μερισματική απόδοση περίπου 7% - 8% το 2022 - 2024, έχοντας ανακοινώσει επιπλέον την έναρξη ενός προγράμματος επαναγοράς μετοχών, συμβάλλοντας επιπλέον κατά 1% - 2% περίπου για το 2022 - 2024, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της G.S.
Ως προς την πορεία των μετοχών των δύο εγχώριων ισχυρών ομίλων, έστω και σταδιακά αρχίζει να προεξοφλείται ένα τμήμα των θετικών καταλυτών, με τα ΕΛΠΕ να έχουν σημειώσει άνοδο 4,45% τον Αύγουστο και τη Motor Oil να έχει ενισχυθεί κατά 6,51%, έναντι 6,19% του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, ενώ από τις αρχές του έτους, τα κέρδη διαμορφώνονται κατά 5,63%, 30,91% και 1,31% αντίστοιχα. Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, ο δείκτης EV/EBITDA (δείκτης αξίας επιχείρησης προς λειτουργικά κέρδη) για τη Motor Oil εκτιμάται στο 3x για φέτος από 7,2x το 2021, ενώ για τα ΕΛΠΕ στο 5,1x από 10,5x. Παράλληλα, η μετοχή της Motor Oil διαπραγματεύεται με δείκτη P/E (για φέτος) στις τρεις φορές τα καθαρά κέρδη, ενώ των ΕΛΠΕ με δείκτη P/E στις 5,1 φορές. Τα EPS αναμένεται να κινηθούν στα 6,37 ευρώ ανά μετοχή για τη Motor Oil (consensus στα 4,64 ευρώ για φέτος) και στα 1,28 ευρώ ανά μετοχή για τα ΕΛΠΕ, σύμφωνα με τη Goldman Sachs, έναντι 0,76 ευρώ που εκτιμά το consensus.
Τεχνικά, ο τίτλος των ΕΛΠΕ μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος ώστε να αναρριχηθεί εκ νέου προς τα επίπεδα των 6,749 - 7,07 ευρώ (δύο ΚΜΟ 200, μηνιαίο chart) και να προσεγγίσει το σοβαρό επίπεδο αντίστασης των 8 ευρώ, με πιο μακροπρόθεσμο στόχο τα 8,90 και τα 9,60 ευρώ. Για τη Motor Oil, η έντονη ανοδική γωνία κλίσης έχει οδηγήσει τη μετοχή στα 18 ευρώ, έχοντας διασπάσει με σχετική ευκολία τα επίπεδα των 15,50 - 15,90 ευρώ. Πλέον, η μετοχή βάζει πλώρη για τη διάσπαση και των 20 ευρώ, όπου βρίσκονταν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, αντικατοπτρίζοντας έτσι και την περαιτέρω ισχυροποίηση των μεγεθών της, τη στιγμή ωστόσο που το κλίμα στις διεθνείς αγορές είναι ιδιαίτερα εύθραυστο και αναμένεται σαφώς να επηρεάσει και τη ρηχή εγχώρια αγορά. Υπό αυτό το πρίσμα, η διακράτηση ρευστότητας και οι επιλεκτικές τοποθετήσεις (με διαφοροποίηση) σε τίτλους με ισχυρά θεμελιώδη που ενδέχεται να επωφελούνται άμεσα ή έμμεσα στο τρέχον περιβάλλον, αποτελούν έναν καλό «οδηγό» σε μια περίοδο υψηλών εντάσεων και κινδύνων, μέχρι ότου υπάρξει κάποια εξομάλυνση.