Πολλά ισχυρά funds, διαχειριστές και αμοιβαία κεφάλαια επλήγησαν σφόδρα από την κατάρρευση και τη μετέπειτα «πρόσδεση» και εξαγορά της Credit Suisse από την UBS.
Ως προς το σκέλος της διολίσθησης της μετοχή της τράπεζας, η Saudi National Bank φαίνεται να πλήρωσε το υψηλότερο τίμημα κατέχοντας το 9,88% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας, με την Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ να ακολουθεί με ποσοστό 6,8%.
Υψηλά στη λίστα βρίσκονταν και η BlackRock με ποσοστό 4,07%, η Dodge & Cox με ποσοστό 3,31% αλλά και όμιλος Olayan, ο οποίος έχει την έδρα του στο Λιχτενστάιν αλλά ο ιδρυτής του είναι σημαντικός Σαουδάραβας επιχειρηματίας.
Ένας ακόμη σημαντικός μέτοχος φαίνεται να ήταν και η Norges Bank κατέχοντας το 3,18% της CS, ενώ ελαφρώς χαμηλότερα βρίσκεται η Vanguard, η Silchester, η Allianz, και η Fidelity.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Credit Suisse - UBS: Ο ένας κερδισμένος και οι πολλοί ηττημένοι από το deal εξαγοράς
Να σημειωθεί πως η τραπεζική αναταραχή μαίνεται και σήμερα μετά την αναγκαστική συγχώνευση της UBS και της CS και τον αμφιλεγόμενο μηδενισμό των κατόχων ομολογιών AT1 της δεύτερης ύψους 15,8 δισ. ελβετικών φράγκων. Οι ομολογιούχοι συνήθως προηγούνται των κατόχων μετοχών στην κεφαλαιακή διάρθρωση σε ένα σενάριο αναδιάρθρωσης. Ωστόσο, μέσω της χθεσινής συναλλαγής διαβρώθηκε η εμπιστοσύνη των επενδυτών στη ρυθμιστική αρχή, πυροδοτώντας ανησυχίες για μια μεγαλύτερη ανατιμολόγηση του κλάδου, βλάπτοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη. Η απομείωση που έγινε μπορεί να αυξήσει τις ανησυχίες των επενδυτών και να επηρεάσει την αποτίμηση των AT1 και για άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Αντιπροσωπεύει επίσης τη μεγαλύτερη απώλεια που προκλήθηκε ποτέ στους επενδυτές των κατόχων AT1 από τη δημιουργία της συγκεκριμένης κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η απόφαση για την απομείωση των ομολόγων AT1, διατηρώντας παράλληλα κάποια αξία των μετόχων, αποδυναμώνει σημαντικά την περίπτωση ανάληψης πρόσθετου ρίσκου, σύμφωνα με αναλυτές της Goldman Sachs.