Υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης απολαμβάνει σήμερα η Ελλάδα, με τη χώρα να βαδίζει προς τις εκλογές της 21ης Μαΐου, όπως αναφέρει η Goldman Sachs.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα σαφές προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά φανερώνουν επίσης την αδυναμία εξασφάλισης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια, δύο επιλογές είναι πιο πιθανές: είτε μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (ο οίκος σχολιάζει μάλιστα πως οι «φίλοι στις ανάγκες φαίνονται» σχετικά με το σενάριο μια κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ των δύο - στη βάση και του πρόσφατου παρελθόντος) - του κόμματος δηλαδή που βρίσκεται επί του παρόντος στην τρίτη θέση σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις - είτε να προκηρυχθούν νέες εκλογές στις αρχές Ιουλίου, με το νέο εκλογικό σύστημα που προσφέρει ένα «μπόνους» εδρών στο εκάστοτε κόμμα που προηγείται. Ενώ τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ έχουν σαφές κίνητρο να αναδείξουν τις διαφορές τους προκειμένου να υπάρξει ένας ανταγωνισμός γύρω από την προσέλκυση του μεγαλύτερου ποσοστού ψηφοφόρων, η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού θα εξαρτηθεί από τη δύναμη του ΠΑΣΟΚ. Στην πραγματικότητα, όσο ισχυρότερη είναι η εκλογική στήριξη του ΠΑΣΟΚ τόσο πιο πιθανό είναι η ΝΔ και το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη να ελέγχουν την πλειοψηφία των βουλευτών (151) και να σχηματήσουν μια κυβέρνηση συνασπισμού.
Ωστόσο, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρει να συγκεντρώσει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό εδρών, τότε θα ανοίξει ο δρόμος προς τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου, οπού στη βάση και του «μπόνους» που θα επανέρχονταν (έως και 50 έδρες για το κόμμα που υπερβαίνει το 40% των ψήφων), θα φαινόταν πιο πιθανό να αποδώσει ένα μεγαλύτερο ρόλο στην ηγετική ΝΔ. Στηριζόμενη σε αυτό, η Νέα Δημοκρατία ενδέχεται να έχει κάποιο κίνητρο στο να πιέσει («make or break») προς την κατεύθυνση της διεξαγωγής της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης τον Ιούλιο, ώστε να επιτύχει τη μονοκομματική πλειοψηφία, ή, τουλάχιστον, να έχει μια μεγαλύτερη δυναμική στο νέο κυβερνητικό συνασπισμό, σύμφωνα με τη Goldman Sachs.
Τον Απρίλιο, η ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη παρουσίασε το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο απεικονίζει ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη συνέχιση της μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους. Δεδομένης της ευνοϊκής οικονομικής δυναμικής, της στήριξης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του χαμηλού κόστους του χρέους χάρη στα δανειακά προγράμματα στήριξης του παρελθόντος, το σχέδιο της κυβέρνησης να ενισχύσει το πρωτογενές ισοζύγιο θα μπορούσε να μειώσει το δείκτη δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως τα επόμενα τρία χρόνια. Ακόμη και τα δυσμενή σενάρια της Goldman Sachs, με ένα «αναπτυξιακό σοκ» 1 ποσοστιαίας μονάδας και υψηλότερα spread κατά 100 μονάδες βάσης επιφέρουν περιορισμένες μόνο αποκλίσεις από αυτή την πορεία.
Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένει να λάβει μια μακροχρόνια ευρωπαϊκή δημοσιονομική στήριξη που θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ ετησίως (μέχρι το 2026). Αυτή η στήριξη προσφέρει στη χώρα την ευκαιρία να αντιμετωπίσει το μακροχρόνιο επενδυτικό της κενό, που κινείται κοντά στο 7% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Η Ελλάδα δεν ανέκαμψε ποτέ στα προ χρηματοοικονομικής κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ, με το ΑΕΠ του τετάρτου τριμήνου του 2022 να παραμένει κατά 26% χαμηλότερο του αντίστοιχου τριμήνου το 2008. Ο ανώτερος οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη και επικεφαλής για τη Νότια Ευρώπη, Filippo Taddei, θεωρεί ότι το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών θα είναι σημαντικό για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης μέσω της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να τριπλασιάσει σχεδόν τις δαπάνες του RRF καθ' όλη τη διάρκεια του 2023 και μια πειστική υλοποίηση αυτής της δέσμευσης θα είναι πιθανότατα το τελικό βήμα για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.