Η κρυφή αξία του «case study» της Morgan Stanley για το Χρηματιστήριο

Ανδρέας Βελισσάριος
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Η κρυφή αξία του «case study» της Morgan Stanley για το Χρηματιστήριο
Χρηματιστήριο
Μια σειρά από στεγανά φαίνεται πως έχει γκρεμίσει η εγχώρια αγορά βαδίζοντας συγχρονισμένα πλέον με την ελληνική οικονομία προς το στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Τι δείχνει το «case study» της Morgan Stanley για το «ράλι» και την υπεραπόδοση των αγορών έναντι του MSCI EM στο δρόμο προς το «investment grade». Φθηνές οι ελληνικές μετοχές.

Μια σειρά από στεγανά φαίνεται πως έχει γκρεμίσει η εγχώρια αγορά βαδίζοντας συγχρονισμένα πλέον, με την ελληνική οικονομία προς το στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών, ήδη από τον Οκτώβριο του 2022 (απαρχή μιας σπουδαίας ανοδικής κίνησης) δείχνει να έχει αυτονομηθεί σε έναν πολύ υψηλό βαθμό από την πτωτική τάση και την πορεία των μεγάλων διεθνών αγορών, αποκρούοντας παράλληλα, τα όποια «εξωτερικά πυρά προσπαθούν να περάσουν προς τον εναέριο χώρο της Λεωφόρου Αθηνών». Αυτό οφείλεται και στο γεγονός πως για αρκετά χρόνια η εγχώρια αγορά υστερούσε σημαντικά χωρίς να έχει καταφέρει να ανέβει στο «άρμα» της διεθνούς ανοδικής τάσης, στην οποία οι «ταύροι» υπερείχαν και κέρδιζαν κατά διαστήματα σημαντικό έδαφος. Έτσι, αν και με μια χαμηλότερη δυναμική πλέον - στη βάση και της διεξαγωγής των εθνικών εκλογών - και με μια διάθεση «rotation» μεταξύ των δεικτοβαρών τίτλων, το Χρηματιστήριο βρίσκεται πέριξ των ιστορικών υψηλών με ζητούμενο πλέον το εάν θα παραμείνει εντός τους trading range των 1.100 - 1.140 μονάδων, ή εάν βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου ανοδικού «κύματος».

H Morgan Stanley φαίνεται να έχει μια κλίση προς το δεύτερο, στη βάση του ότι, η Ελλάδα ακολουθεί μια σαφή πορεία προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και ότι οι οίκοι αξιολόγησης πιθανότατα θα περιμένουν να «κάτσει η σκόνη» της πολιτικής αβεβαιότητας προτού αναθεωρήσουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Μάλιστα, ενώ αναμένει πως αυτό θα συμβεί προς το πρώτο εξάμηνο του 2024, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν οι προοπτικές να συμβεί και νωρίτερα και πιο συγκεκριμένα, προς το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, εάν η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας αποδειχθεί ισχυρότερη από τις εκτιμήσεις της και η δημοσιονομική προσαρμογή υλοποιηθεί με έναν ταχύτερο ρυθμό από ότι αναμένεται.

Το πέρασμα σε ένα άλλο φάρμα από τους οίκους αξιολόγησης θα έχει φυσικά και έναν θετικό αντίκτυπο στις ελληνικές μετοχές. Για να το αξιολογήσει καλύτερα αυτό, η Morgan Stanley εξέτασε εννέα προηγούμενες περιπτώσεις αναβαθμίσεων οικονομίων σε «investment grade» (από τους τρεις οίκους αξιολόγησης - S&P, Moody's και Fitch) εντός του πλαισίου των αναδυόμενων αγορών (EM) από τις αρχές του 2000, αλλά και την απόδοση που κατέγραψαν οι μετοχές γύρω από αυτό.

Η ανάλυσή της δείχνει λοιπόν ότι οι αγορές μετοχών τείνουν να αρχίζουν να καταγράφουν ένα «ράλι» σε σχετική βάση περίπου οκτώ μήνες πριν από την πρώτη αναβάθμιση του αξιόχρεου σε επενδυτική βαθμίδα. Για παράδειγμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, το ράλι στις μετοχές έφτανε κατά μέσο όρο στο 22% σε σύγκριση με τον MSCI EM (και 38% σε απόλυτους όρους δολαρίου - USD). Μάλιστα, το ποσοστό επιτυχίας της υπεραπόδοσης είναι πολύ υψηλό (89%), καθώς στις οκτώ από τις εννέα περιπτώσεις, η εκάστωτε τοπική αγορά μετοχών υπεραπέδωσε του δείκτη MSCI EM στους οκτώ μήνες προτού επέλθει η πρώτη αναβάθμιση.

Συνολικά, η απόλυτη και η σχετική υπεραπόδοση οφείλεται τόσο στην αναβάθμιση όσο και στις θετικές αναθεωρήσεις των κερδών ανά μετοχή (EPS). Σύμφωνα με τους αναλυτές, το «ράλι» τείνει να διαρκεί μέχρι την πρώτη αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα και στη συνέχεια η απόδοση σε σχετική βάση σταθεροποιείται. Κατά μέσο όρο, οι εν λόγω αγορές μετοχών κινήθηκαν κατά 2% υψηλότερα σε σχετική βάση κατά τη χρονική περίοδο των έξι μηνών μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ωστόσο, ο δείκτης επιτυχίας είναι χαμηλότερος, καθώς στις πέντε από τις εννέα περιπτώσεις αγορών συνεχίστηκε η υπεραπόδοση.

Φυσικά, το σημείο εκκίνησης των αποτιμήσεων έχει μεγάλη σημασία. Οι αγορές μετοχών που διαπραγματεύονταν σε φθηνότερα επίπεδα (με δείκτη P/E για τους επόμενους δώδεκα μήνες χαμηλότερα από το 10x) στην αρχή του «ράλι», πριν από την αναβάθμιση, κατέγραψαν υψηλότερες απόλυτες (62%) και σχετικές επιδόσεις (30%) σε σύγκριση με τις άλλες περιπτώσεις.

Morgan Stanley

Ως προς τις ελληνικές μετοχές, ο αμερικανικός οίκος επισημαίνει πως παρά την ανθεκτικότητα στο πεδίο των μακροοικονομικών έναντι της Ευρώπης, αλλά και της εικόνα των EPS, τα διευρυμένα discounts παραμένουν τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους. Η αγορά διαπραγματεύεται κοντά σε πρόσφατα ιστορικά υψηλά discounts, που φτάνουν στο 40% στη βάση του δείκτη P/E (NTM - για τους επόμενους δώδεκα μήνες) και 39% στη μερισματική απόδοση, που είναι κατά 0,8 και 1,5 (τυπική απόκλιση - S.D) χαμηλότερα από το σχετικό μέσο discount οκταετίας, αντίστοιχα. Εν τω μεταξύ, στη βάση του δείκτη P/BV (τιμή προς λογιστική αξία), το discount της τάξεως του 48% έναντι της Ευρώπη είναι 1,7 (τυπική απόκλιση - S.D) υψηλότερο από τον ιστορικό μέσο όρο των οκτώ ετών, που δικαιολογείται από ένα βελτιωμένο σχετικά δείκτη ROE (δυναμική των αποδόσεων), που επί του παρόντος διαμορφώνεται στο 12,2%, ήτοι 2,5 (τυπική απόκλιση - S.D) υψηλότερα από τον μέσο όρο. Σε σχετική βάση, τα discounts της εγχώριας αγοράς έναντι των αναδυόμενων αγορών (ΕΜ) και της Ευρώπης παραμένουν υψηλά (35% και 40% στη βάση του NTM P/E, αντίστοιχα). Σε σχέση με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ευθυγραμμίζονται κατά προσέγγιση, παρά τους σχετικά χαμηλότερους ρυθμιστικούς κινδύνους στην Ελλάδα.

Morgan Stanley

Το «πέρασμα» του Χρηματιστηρίου στον «χάρτη» των ανεπτυγμένων αγορών

Παράλληλα, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί προϋπόθεση ώστε το Χρηματιστήριο Αθηνών να πέρασει στο «club» των αναπτυγμένων αγορών, εξέλιξη που θα έχει και σημαντικά οφέλη, όπως η βελτίωση της «φήμης» της εγχώρια αγοράς και της Ελλάδας διεθνώς, η ενίσχυση των διασυνοριακών επενδύσεων, η χαμηλότερη μεταβλητότητα της αγοράς και οι υψηλότερες αποτιμήσεις των μετοχών, κάτι που συνεπάγεται ένα χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου για τις ελληνικές εισηγμένες.

Όπως είχε αναφέρει ο Κωνσταντίνος Αϋφαντόπουλος, διαχειριστής χαρτοφυλακίων στην Iolcus Investments, μιλώντας στο insider.gr, τα τελευταία 25 χρόνια μόνο τρεις αγορές κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι των αναπτυγμένων αγορών από την κατηγορία των αναδυόμενων - η Ελλάδα το 2001, το Ισραήλ το 2010 και η Πορτογαλία το 1997 - γεγονός που αποδεικνύει τη δυσκολία επίτευξης του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως η εγχώρια αγορά είχε υποβαθμιστεί από ανεπτυγμένη σε αναδυόμενη το 2013 και το 2015 από τους οίκους (index providers) MSCI και FTSE, λόγω της κρίσης χρέους.

Οι παραπάνω οίκοι θέτουν κάποια κριτήρια για να μπορέσει μία αγορά να προκριθεί στο «club» των ανεπτυγμένων αγορών, με την Ελλάδα και την ΕΧΑΕ να έχουν ακόμη «δουλειά» σε κάποια από αυτά.

Το πρώτο κριτήριο αφορά τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ειδικότερα, το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα πρέπει να είναι 25% υψηλότερο από το όριο της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις χώρες υψηλού εισοδήματος (στα 13.000 δολάρια) για τρεις συνεχόμενες χρονιές και η Ελλάδα το ικανοποιεί.

Το δεύτερο κριτήριο αφορά την προσβασιμότητα της αγοράς. Να είναι δηλαδή ανοιχτή σε ξένη ιδιοκτησία μετοχών, να υπάρχει ευκολία ροής κεφαλαίου, αποτελεσματικότητα του λειτουργικού πλαισίου, διαθεσιμότητα επενδυτικών εργαλείων και σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου. Η Ελλάδα υπολείπεται στο λειτουργικό πλαίσιο του δανεισμού μετοχών καθώς και των ανοιχτών πωλήσεων.

Το τρίτο και πολύ σημαντικό κριτήριο είναι η αγορά να πληροί συγκεκριμένες απαιτήσεις που αφορούν τα μεγέθη της κεφαλαιοποίησης (συνολικής και ελεύθερης διασποράς) και της ρευστότητας. Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, η ετήσια μέση αξία συναλλαγών (δείκτης ATVR) στις μετοχές που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις κεφαλαιοποίησης πρέπει να διαμορφώνεται στο 20% τουλάχιστον, κάτι που οι εν λόγω μετοχές το ικανοποιούν.

Όσον αφορά το μέγεθος κεφαλαιοποιήσεων, πρέπει τουλάχιστον πέντε εισηγμένες να πληρούν τα κριτήρια συνολικής κεφαλαιοποίησης και κεφαλαιοποίησης ελεύθερης διασποράς. Αυτά τοποθετούνται, από την MSCI για παράδειγμα, στα 4,278 δισ. δολάρια και στα 2,139 δισ. δολάρια αντίστοιχα. Πέντε εισηγμένες το ικανοποιούν - ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Eurobank, Εθνική Τράπεζα ενώ η Mytilineos κινείται οριακά γύρω από αυτό. Πρέπει να σημειώσουμε πως η Coca Cola HBC τηρεί και τα δύο κριτήρια αλλά δεν προσμετράται καθώς η φορολογική της έδρας είναι στην Ελβετία και το dual listing σε Λονδίνο και Αθήνα δημιουργεί σύγχυση στους οίκους όσον αφορά τους κανόνες κατάταξης.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Αϋφαντόπουλο, για να πειστεί η MSCI ότι η αναβάθμιση θα είναι μη αναστρέψιμη και όχι στο όριο, η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί τις απαιτήσεις εισόδου. Για την παραπάνω υπέρβαση οι δράσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν είναι οι εξής:

- Αύξηση των μετοχών σε ελεύθερη διασπορά, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, η οποία θα «απελευθερώσει» μετοχές στην αγορά.

- Μια εισαγωγή - ορόσημο, όπως αυτή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού.

- Μια συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών, της ΕΧΑΕ και των ελληνικών εταιρειών με έδρα στο εξωτερικό και διπλή διαπραγμάτευση ώστε να συμπεριλαμβάνονται ως υποψήφιες στα κριτήρια για την αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Εξωδικαστικός: Ανεβαίνει ο στόχος για ρυθμίσεις 1,9 - 2,4 δισ. ευρώ το προσεχές 5μηνο - Αυξήθηκαν κατά 274% τον Απρίλιο 

Κατασκευαστές: «Σήμα κινδύνου» από έλλειψη «χεριών», εργατικά κόστη, παρατηρητήριο τιμών – Το ΤΕΕ και οι παρεμβάσεις

Στα foldable smartphones ποντάρει και η Google 

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider