Είναι κατανοητή η αγωνία της κυβέρνησης να μην υπάρξει σημαντική απόκλιση από τους στόχους σε ό, τι αφορά τα ελλείμματα. Δεν λησμονούμε άλλωστε ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες ενισχυμένης εποπτείας, από την οποία προσδοκά να εξέλθει ομαλά το καλοκαίρι. Και ακριβώς για αυτό έχει ακόμα περιορισμένες δυνατότητες παρεμβάσεων και αντίδρασης για να μην χαλάσει την ύστατη στιγμή ότι έχει κερδηθεί όλον τον προηγούμενο καιρό και μάλιστα σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες.
Και οι δράσεις για την ανακούφιση πολιτών και επιχειρήσεων εκδηλώνονται ανάλογα με τα περιθώρια που δίνει η πορεία των εσόδων. Όπως από τη μεγαλύτερη εισπραξιμότητα του ΕΝΦΙΑ «χρηματοδοτήθηκε» η δυνατότητα μείωσής του, σύμφωνα και με τις τελευταίες εξαγγελίες. Ή όπως το «περίσσευμα» που έχει δημιουργηθεί από το αποτέλεσμα των δημοπρασιών ρύπων, έχει ήδη τροφοδοτήσει παρεμβάσεις και μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Όμως, οι παρεμβάσεις αυτές, λόγω της ιδιαίτερα δυσμενούς εξέλιξης σε σχέση με την ακρίβεια, δεν μπορεί να δώσουν το αποτέλεσμα που θα ήταν επιθυμητό στην καθημερινότητα και στις ανάγκες των πολιτών και των επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός αποδεικνύεται ιδιαίτερα επίμονος και ισχυρός -5,5% (και ίσως παραπάνω) στην Ελλάδα τον Ιανουάριο- και όπως επισήμανε και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ χθες, μεγαλύτερης διάρκειας από ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Αυτό στο δια ταύτα σημαίνει ότι η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη υπό αυτές τις συνθήκες κρίσης, να βρει τον τρόπο και το δημοσιονομικό χώρο ώστε να διαθέσει ακόμη μεγαλύτερη στήριξη ιδιαίτερα σε σχέση με το ενεργειακό κόστος. Αυτό είναι ο άμεσος «εχθρός» που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αν και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το ζήτημα της ακρίβειας -και της αύξησης του πληθωρισμού βεβαίως- είχε αρχίσει να τίθεται πριν ξεσπάσει βίαια η ενεργειακή κρίση.
Και καθώς προφανώς δεν επιθυμεί αυτό να στοιχίσει και πολιτικά σε μία περίοδο που καλώς ή κακώς ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, μάλλον θα κληθεί εκ των πραγμάτων να βγάλει κι άλλο λαγό από το καπέλο το οικονομικό επιτελείο. Και επειδή πολύς θόρυβος έχει γίνει εσχάτως για τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης ή για τον ΦΠΑ στα ενεργειακά προϊόντα, κατανοητές ως ενός σημείου οι αδυναμίες, αλλά να δώσω και ένα παράδειγμα. Ο Βέλγος πρωθυπουργός ανέφερε την περασμένη Τρίτη ότι θα προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό σε απάντηση στην έκρηξη τιμών στην ενέργεια.
Το Βέλγιο θα περικόψει λοιπόν τον ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό ως μέρος ενός πακέτου που θα αποτελέσει την ασπίδα για τους καταναλωτές από την άνοδο των ενεργειακών τιμών. Βεβαίως το Βέλγιο δεν βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, όπου το θέμα του ΦΠΑ δεν μπαίνει εύκολα στο τραπέζι. Και αυτό έχει τη σημασία του. Γιατί όμως το παράδειγμα; Η αναφορά στο Βέλγιο γίνεται γιατί είναι μία χώρα με υψηλό χρέος το οποίο θυμίζουμε ότι ήταν στο 114,1% του ΑΕΠ το 2020. Μη συγκρίσιμο με εμάς, αλλά ωστόσο το Βέλγιο είναι στην ομάδα των χωρών με σχετικά χαμηλή ευχέρεια λήψης μέτρων.
Και υπάρχει και κάτι ακόμη. Τα έσοδα από τον ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή και στα παράγωγα αυτών, διαμορφώθηκαν το 2021 στα 1,749 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 321 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2020 που είχαν διαμορφωθεί σε 1,428 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στα ενεργειακά προϊόντα υπάρχει μία υπέρβαση στόχου 112 εκατ. ευρώ. Μήπως λοιπόν θα έπρεπε πλέον να γίνουμε λίγο πιο... γενναίοι - απερίσκεπτοι αν προτιμάτε - και ίσως και λίγο πιο... υπερβατικοί, καθώς το πρόβλημα είναι μείζον και αφορά όλους; Δύσκολο τα παζλ, κατανοητό, σημαντική η προσπάθεια που ήδη καταβάλλεται - όπως φάνηκε και με την περίπτωση του ΕΝΦΙΑ-, επίσης κατανοητό. Αλλά οι καιροί απαιτούν ακόμα περισσότερα και αυτό δυστυχώς στις τρέχουσες συνθήκες δεν αποτελεί λαϊκισμό...