Βρισκόμαστε αναμφίβολα σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης. Το πολιτικό κλίμα έχει χαλάσει και η όποια σκέψη για συναίνεση και η εξ αυτής δυνατότητα δημιουργίας ευρύτερων συμμαχιών κλονίζεται. Βεβαίως, υπάρχει αρκετός χρόνος μπροστά μας και δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει μέχρι τις εκλογές. Ωστόσο υπάρχουν πολιτικά ζητήματα που έχουν προκύψει και δεν μπορεί να τα αγνοήσει κάνεις.
Είναι αναμφισβήτητο ότι πλέον έχει κλονιστεί η δυνατότητα για ευρύτερες συνεργασίες και συμμαχίες τέτοιες που να διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση την κυβερνησιμότητα την επόμενη ημέρα. Η κυβέρνηση προφανώς δίνει προτεραιότητα στη δυνατότητα να πετύχει εκ νέου αυτοδυναμία, αλλά στην περίπτωση που αυτό δεν θα ήταν εφικτό, ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι δεν έκλεινε όλες τις πόρτες στο ενδεχόμενο να δομηθούν κάποιες συνέργειες.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται σήμερα είναι αν τέτοιου είδους κινήσεις είναι πλέον εφικτές. Γιατί, μία εύλογη συνέργεια αν χρειαζόταν, με βάση τα όσα ίσχυαν μέχρι πρότινος θα μπορούσε να είναι κυρίως με το ΠΑΣΟΚ. Πόσο εύκολη είναι όμως σήμερα μία προοπτική συνεργασίας της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ, αφού υπάρχει η σκιά για την παρακολούθηση του αρχηγού του; Σήμερα αδύνατη αλλά και σε βάθος χρόνου εξαιρετικά δύσκολη. Είναι προφανές ότι έχουν απομακρυνθεί οι δύο πλευρές. Και αυτό προκύπτει και σε δημοσκοπικά ευρήματα σε ό, τι αφορά τη στάση, πλέον, σημαντικού μέρους των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην κυβέρνηση. Αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται ότι οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος να έχουν φέρει πιο κοντά τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και στο σενάριο που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήλπιζε να είναι το πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές. Και υπάρχει και κάτι ακόμα. Καμία μέτρηση δεν αφήνει περιθώριο για να ελπίζει η αντιπολίτευση σε εκλογική νίκη. Ακόμα και η κυβερνητική φθορά δεν ενισχύει το δεύτερο κόμμα και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει αρκετά μεγάλη.
Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν το προηγούμενο διάστημα δεν υπήρχε εμφανής λόγος για αλλαγή του εκλογικού νόμου, τώρα ίσως τίθεται το ερώτημα μήπως η αλλαγή του γίνεται ουσιαστική ανάγκη... Αν δηλαδή μπορεί να αναληφθεί από τη χώρα το ρίσκο ενός ενδεχόμενου μη αυτοδυναμίας λόγω του εκλογικού νόμου. Και φυσικά δεν αφορά αυτό την απλή αναλογική που οδηγεί σε αδιέξοδα, αλλά τον εκλογικό νόμο που έφερε η ίδια η κυβέρνηση και που ίσως οι εξελίξεις τον... υπερβαίνουν.
Γιατί επί της ουσίας ποιος μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά ότι το αποτέλεσμα των (δεύτερων) εκλογών θα εγγυάται την κυβερνησιμότητα και κυρίως την πολιτική ευστάθεια, σε μια περίοδο που η χώρα είναι αντιμέτωπη με μία τεράστια ενεργειακή κρίση διαρκείας και πολλούς άλλους – και γεωπολιτικούς – κινδύνους; Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να αποκλειστεί δεδομένων των εξωγενών δυσμενών συνθηκών που αντιμετωπίζει η χώρα.
Μήπως λοιπόν υπάρχει λόγος πλέον να ξαναπέσει στο τραπέζι η σκέψη για το ενδεχόμενο της εκ νέου αλλαγής του εκλογικού νόμου ώστε να ενισχυθεί η πριμοδότηση με έδρες του πρώτου κόμματος και να αυξηθούν οι πιθανότητες αυτοδυναμίας; Μήπως αυτό αποτελεί πλέον και εθνικό συμφέρον; Όλα αυτά βεβαίως χωρίς να μπορούμε να γνωρίζουμε τι σκέφτεται ο Πρωθυπουργός ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν αρνητικός σε σχετικές εισηγήσεις. Και που είναι, σε κάθε περίπτωση, αυτός που έχει και το βάρος των αποφάσεων.