Όλες τις προηγούμενες ημέρες τα εύσημα και οι θετικές ειδήσεις για την Ελλάδα διαδέχονταν η μία την άλλη και -πιθανότατα- ο «χορός» αυτός θα συνεχισθεί. Από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως τη συνεργασία της UniCredit με την Alpha Bank, αλλά και τα εύσημα της Λαγκάρντ και των υπόλοιπων αξιωματούχων που βρέθηκαν στην Αθήνα για το συνέδριο του Economist, όλα μα όλα τα νέα δείχνουν πως η Ελλάδα επιστρέφει σε μία κανονικότητα. Με επόμενα βήματα τα θετικά πορίσματα των θεσμών τον Νοέμβριο, την (αναμενόμενη) αναβάθμιση της 1ης Δεκεμβρίου και όλα τα επόμενα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης και όχι μόνο.
Η ανάκτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας ήταν μία πολύ δύσκολη, σύνθετη και πολυετής διαδικασία. Απαίτησε πολλές θυσίες από τους πολίτες και από τις επιχειρήσεις, καθώς και πολύ μεγάλη προσπάθεια από τους διοικούντες. Μπορούμε, λοιπόν, προς το παρόν να χαρούμε για αυτό που συνέβη. Αλλά θα πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρο η ελληνική οικονομία μόλις κατάφερε να πατήσει ξανά στην άκρη του σκαλοπατιού της «κανονικότητας» και πως απομένουν ακόμη πολλά βήματα να γίνουν.
Η Ελλάδα ξέρει πλέον τι έχει να χάσει αν στραβοπατήσει. Και για αυτό έχει πολλούς λόγους να θέλει να διασφαλίσει πως όλα θα πάνε καλά. Μόνο που θα πρέπει να διασφαλίσει το μέλλον της σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές περιβάλλον. Σε συνθήκες πολλαπλών διεθνών κρίσεων και με υποχρέωση για υψηλά πλεονάσματα.
Άρα, πρέπει να κτίσει τις προϋποθέσεις για επαρκή και βιώσιμη ανάπτυξη. Προς το παρόν, να μη γελιόμαστε, το πιο μεγάλο μέρος της ανόδου του ΑΕΠ με δεδομένη την άσκηση περιοριστικής πολιτικής που επιβάλλει η ΕΕ, έρχεται από τα κοινοτικά κονδύλια (με ικανή συνδρομή βεβαίως και από άλλα πεδία όπως ο τουρισμός). Αν μάλιστα πετύχουν οι αρμόδιοι φορείς που διαχειρίζονται τα ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάπτυξης να μοιράσουν εγκαίρως το χρήμα στην αγορά (να κάνουν δηλαδή δαπάνες 10 δις ευρώ περίπου ετησίως), τότε η ανάπτυξη μπορεί να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα.
Εδώ υπάρχει ένα «αλλά» που συνδέεται με το γεγονός πως τα λεφτά αυτά της ΕΕ τελειώνουν σε λίγα χρόνια (στο σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης) και πως «φως» για νέο χρήμα ή για νέες «ευελιξίες» δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Στη σύνοδο Κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας έγινε μία πρώτη κρούση για τα εν λόγω ζητήματα με τις «παρατάξεις» του Βορρά και τον Νότου να μετρούν τις δυνάμεις τους για την επόμενη «μάχη», που έχει ορισθεί για τις συνόδους των υπουργών Οικονομίας στις 8 και 9 Νοεμβρίου. Οι αποστάσεις είναι μεγάλες και το πρόβλημα είναι πως πέρα από το όχι του Γερμανικού άξονα υπάρχουν ακόμη πιο ακραίες «φωνές» από τα πιο... Βόρεια της Ευρώπης. Διαφωνούν για πολλά: για το δημοσιονομικό πλαίσιο, για το ύψος των δαπανών της ΕΕ (και των επενδυτικών), ακόμη και για κάποιες λογικές ευελιξίες για την κλιματική κρίση ή για το προσφυγικό.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμασθεί έτσι ώστε να μπορεί και... μόνη της. Σημαίνει πως καλείται να δημιουργήσει την επόμενη 3ετία μία ενδογενή δυναμική επενδύσεων που δεν θα έχει ως «καύσιμο» τις επιδοτήσεις της ΕΕ και τούτο – πιθανότατα – σε συνθήκες υψηλού κόστους δανεισμού. θα πρέπει λοιπόν να αδράξει τα οφέλη από το success story και από το κοινοτικό χρήμα, από την πολιτική αποδοχή/ανοχή των μεταρρυθμίσεων που δρομολογούνται και να δώσει τέλος σε κακοδαιμονίες δεκαετιών που ακόμη εμποδίζουν την ιδιωτική και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Το ποιες είναι οι κακοδαιμονίες αυτές το επαναλαμβάνουν – ξανά και ξανά – θεσμοί, οίκοι, αναλυτές, γενικά όλοι όσοι ασχολούνται με την πορεία της χώρας.
Το στοίχημα της ενδογενούς δυναμικής στο επενδυτικό πεδίο θα είναι κομβικό για να διασφαλισθεί (σε συνθήκες απόσυρσης του κράτους από το ρόλο του χρηματοδότη) η άνοδος των εισοδημάτων, της απασχόλησης, των κρατικών εσόδων και – κατά συνέπεια – της ανάπτυξης. Το εν λόγω στοίχημα θα είναι κομβικό στοιχείο ειδικά αν ο συμβιβασμός που κυοφορείται στις Βρυξέλλες για το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων και επιδοτήσεων καταλήξει σε μία μεσοβέζικη λύση. Θα είναι ακόμη πιο κομβικό αν δεν αποκλιμακωθούν (ή ακόμη χειρότερο αν ενταθούν) οι εστίες διεθνούς αστάθειας και κρίσης.