Κλείνει είναι αλήθεια πάρα πολύ καλά το 2023 στο πεδίο της οικονομίας (δεδομένων των δύσκολων καιρών διεθνώς). Τι να πρωτοπούμε για την επενδυτική βαθμίδα, για την πολύ καλή πορεία του τουρισμού, για την υπέρβαση φοροεσόδων ή για τα εύσημα που παίρνει η Ελλάδα διαρκώς από το «εξωτερικό»;
Γενικά πάμε καλά και μάλιστα ανοίγεται ένα παράθυρο ευκαιρίας το οποίο δεν ήταν δεδομένο διότι (επαναλαμβάνουμε), οι συνθήκες είναι δύσκολες διεθνώς. Και αυτό το παράθυρο δεν θα μείνει «ανοικτό» για πολύ. Αρά πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία που διαμορφώνεται όχι μόνο από τα γνωστά «δεδομένα», όπως η επενδυτική βαθμίδα και τα οφέλη ή τα κοινοτικά κονδύλια, αλλά και από έναν νέο παράγοντα: τη συμφωνία των υπουργών οικονομικών της ΕΕ για τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Προφανώς παραμένει ο κανόνας για σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, με δεδομένο το πρόβλημα του υψηλότατου χρέους και της ανάγκης για μείωσή του. Γιατί τότε η συμφωνία είναι ευκαιρία; Και γιατί ο χρόνος πιέζει;
Η απάντηση είναι η εξής: Η Ελλάδα το επόμενο διάστημα - όπως και κάθε άλλο κράτος της ΕΕ - θα πρέπει να διαπραγματευτεί το νέο κρατικό πολυετές σχέδιο προϋπολογισμού, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόσει και δεν θα είναι μόνο δημοσιονομικό. Θα συνδυάζει και επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις (για να πάρει το περιθώριο της 7ετίας). Η ευκαιρία έγκειται στο γεγονός πως αλλάζουν οι ισορροπίες και πως πλέον δεν κάνει κουμάντο ούτε ο ESM, ούτε ο εκάστοτε «περίεργος» υπουργός οικονομικών. Το κεντρικό «κουμάντο» στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες θα κάνουν οι Βρυξέλλες και η Κομισιόν γιατί αυτές θα συντάσσουν την έκθεση βιωσιμότητας χρέους, τα πορίσματα, αλλά και με αυτές θα διαπραγματευτεί η ελληνική κυβέρνηση για ένα σχέδιο που θα έχει τη δική της «ιδιοκτησία». Αλλά, θα πρέπει και να το εφαρμόσει….
Τους επόμενους μήνες, λοιπόν, μέχρι να εγκριθεί τελικά το νέο αυτό πλαίσιο κανόνων (και από το Ευρωκοινοβούλιο) και να σταθούν τα κρατικά σχέδια είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για απολογισμό αλλά και για επανασχεδιασμό της ασκούμενης πολιτικής με βάση τα νέα δεδομένα, εγχωρίως αλλά κυρίως διεθνώς. Γιατί έχουμε την ευκαιρία να βάλουμε οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις μνήμες των εντολών Σόιμπλε και να χαράξουμε μία πορεία, δύσκολη, υψηλών πλεονασμάτων και λελογισμένων κινήσεων που όμως βασισμένη στις επενδύσεις, στην άνοδο της παραγωγικότητας και στην ανάπτυξη μπορεί να βασισθεί στον «παρονομαστή», δηλαδή στο ΑΕΠ για να μειώσει το χρέος. Για να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να βάλουμε το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη, και για να συγκλίνουμε πραγματικά με την Ευρώπη σε όρους εισοδημάτων και ευημερίας.