Η κακοκαιρία Daniel η οποία άφησε στο πέρασμά της 16 θύματα, μια άνευ προηγουμένου οικολογική καταστροφή και ανυπολόγιστες υλικές ζημιές έφερε στην επιφάνεια αστοχίες ετών οι οποίες λειτούργησαν σωρευτικά και έπιασαν τη χώρα απροετοίμαστη.
Τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, τα οποία αναθεωρήθηκαν από το 2014 και τώρα είναι σε εξέλιξη η δεύτερη αναθεώρηση, αποτελούν (μαζί με τους χάρτες κινδύνου πλημμύρας) βασικό θεσμικό εργαλείο το οποίο ωστόσο «σκόνταψε» στην πρακτική εφαρμογή όσων προέβλεπε. Αυτό υποστηρίζουν οι ειδικοί στον τομέα, οι οποίοι παρακολουθούν από κοντά κατά τις τελευταίες δεκαετίες την εξέλιξη αντίστοιχων φαινομένων.
Πρόσφατα τέθηκε το θέμα της παραβίασης της οδηγίας για τους κινδύνους πλημμύρας και της επικαιροποίησης των χαρτών κινδύνων πλημμύρας. Ο κ. Κώστας Γκούμας, γεωπόνος, πρώην Διευθυντής Εγγείων Βελτιώσεων Λάρισας και πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Ελλάδος, μιλώντας στο Insider.gr εξηγεί που εντοπίζονται τα κενά που οδήγησαν στην καταστροφή και αναλύει τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων φαινομένων.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κικίλιας: Το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας συντονίζει, δεν ελέγχει τα αντιπλημμυρικά έργα
«Εμείς παρακολουθούμε τα σχέδια διαχείρισης υδάτων που είναι η οδηγία που προηγήθηκε εκείνης των σχεδίων διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας. Τα σχέδια διαχείρισης υδάτων αφορούν στο πως διαχειριζόμαστε τα νερά ώστε να είναι σε καλή οικολογική κατάσταση και να αξιοποιούνται ορθά για όλες τις χρήσεις. Τόσο τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, όσο και τα σχέδια διαχείριση κινδύνων πλημμύρας αποτελούν θεσμικά εργαλεία τα οποία υιοθετήθηκαν μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως οδηγίες αλλά αυτά από μόνα τους δεν επαρκούν. Καταντούν σχέδια επί χάρτου όταν δεν γίνονται στην πράξη όλα όσα προτείνουν αυτά τα σχέδια. Τα σχέδια διαχείρισης υδάτων έχουν υιοθετηθεί με τον πιο επίσημο τρόπο από την εκάστοτε κυβέρνηση και από το 2014 που αναθεωρήθηκαν (τώρα είναι σε εξέλιξη η δεύτερη αναθεώρηση) προβλέπουν κάποιες δράσεις, κάποια έργα. Όταν από αυτά δεν γίνεται ούτε το ελάχιστο, είναι βέβαιο ότι δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα. Η επικαιροποίησή τους ήταν το ελάχιστο που έπρεπε να είχε γίνει. Από εκεί και πέρα όμως, τι έγινε; Ωρίμασαν τα έργα; Κάποιοι υποστήριξαν ότι τότε δεν υπήρχαν τα χρήματα. Ωστόσο, θα μπορούσαν να είχαν γίνει τουλάχιστον οι μελέτες οι οποίες δεν απαιτούσαν ιδιαίτερες επενδύσεις. Έπρεπε η ατζέντα συνολικά, και του κεντρικού κράτους και της περιφέρειας, όσον αφορά στον τομέα των υδάτων, να είχε επικεντρωθεί στην ασφάλεια και όχι σε θέματα που ήταν πιο «εύπεπτα» επικοινωνιακά όπως είναι τα έργα που έγιναν ή τα χρήματα που ξοδεύτηκαν», σημειώνει ο κ. Γκούμας.
Τον τελευταίο καιρό τα έργα που δεν ολοκληρώθηκαν ή εκείνα που έμειναν στα χαρτιά αποτελούν σημείο έντονης αντιπαράθεσης. Ωστόσο, τα έργα αποτελούν έναν μόνο βραχίονα της συνολικής στρατηγικής. «Έγιναν κάποια έργα αλλά ακόμη και εάν ήταν σημαντικά, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, δεν ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο φαινόμενο.
Το γεγονός ότι κάποια έργα θέλουν χρόνο και χρηματοδοτικές ροές (οι οποίες, ωστόσο, κατά καιρούς υπήρχαν) θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια δικαιολογία που στέκει. Στο θέμα όμως της διαχείρισης μιας κρίσης, τι προετοιμασία είχε γίνει μέχρι σήμερα; Και μιλάμε για φαινόμενα που έχουν ξανασυμβεί, αν και με μικρότερη ένταση και σε μικρότερη έκταση και πριν από χρόνια. Για παράδειγμα, μπορούσαμε να υπολογίσουμε σε πόσες ώρες θα έφθανε το νερό στη Λάρισα ή στον Παλαμά και προετοιμαζόμασταν. Τώρα, αυτό θα ήταν ακόμη πιο εύκολο καθώς με τη σημερινή τεχνολογία, με κάποιους αισθητήρες μπορείς να βλέπεις μέσω cloud που βρίσκεται το νερό σε μια περιοχή», επισημαίνει ο κ. Γκούμας.
Κεντρική ή αποκεντρωμένη διαχείριση;
Ένα ακόμη θέμα στο οποίο «σκόνταψε» η αντιμετώπιση της κρίσης στη Θεσσαλία ήταν και εκείνο της διάχυσης ευθυνών. Ο κ. Γκούμας εκτιμά ότι θα έπρεπε να είχε δημιουργηθεί ένας και μοναδικός φορέας ο οποίος να είναι υπεύθυνος και να συνεργάζεται με τους υπόλοιπους (συναρμόδια υπουργεία, Περιφέρεια, δήμοι) «και όχι ο καθένας να λειτουργεί μεμονωμένα ή με κριτήριο το να σώσει κάποια περιοχή εις βάρος μιας άλλης», όπως αναφέρει.