Μετά από τρία χρόνια γερμανικής αναποφασιστικότητας στις Βρυξέλλες, ο Φρίντριχ Μερτς, ο επερχόμενος Καγκελάριος της Γερμανίας, θέλει η χώρα του να αναλάβει σημαντικό ηγετικό ρόλο στις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γηραιά ήπειρος.
Η λύση του; Ένας θεσμικός επανασχεδιασμός που θα μπορούσε να εκχωρήσει στο Βερολίνο περισσότερη εξουσία στη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής.
Την Παρασκευή, οι Πράσινοι της Γερμανίας συμφώνησαν να στηρίξουν το ριζοσπαστικό σχέδιο αύξησης δαπανών Μερτς μετά από παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης χρηματοδότησης για την προστασία του κλίματος. Το σχέδιο, που στοχεύει σε αύξηση των αμυντικών δαπανών και στη στήριξη των υποδομών, σηματοδοτεί μια στιγμή ορόσημο, τερματίζοντας μια εποχή περιορισμού του προϋπολογισμού και ανοίγοντας δυνητικά το δρόμο για μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αναζωπύρωση.
Την επόμενη Τρίτη, ο επερχόμενος Καγκελάριος θα κληθεί να διαπραγματευθεί την επίσημη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο για να κλειδώσει τη δημοσιονομική του «επανάσταση». Ωστόσο, τα προσωπικά ελαττώματα και τα διαπραγματευτικά λάθη του Μερτς θέτουν μία σειρά από ερωτήματα για την ηγεσία του.
Φιλόδοξος επανασχεδιασμός
Ο Μερτς φαίνεται αποφασισμένος να προχωρήσει σε ένα γενικότερο θεσμικό επανασχεδιασμό, όπως είχε σκιαγραφήσει τον Ιανουάριο.
Ο πρώτος πυλώνας θα είναι η δημιουργία ενός ισχυρού νέου συμβουλίου εθνικής ασφάλειας που ευελπιστεί να μετατραπεί σε κέντρο βάρους για τη συλλογική λήψη αποφάσεων της κυβέρνησης για όλα τα κύρια ζητήματα εξωτερικής, ασφάλειας, ανάπτυξης και ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η διαχείριση της κατεύθυνσης της ευρωπαϊκής πολιτικής απευθείας από την καγκελαρία.
Υπάρχουν ωστόσο αρκετές δυσκολίες, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) θα διεκδικήσουν το υπουργείο Εξωτερικών, οπότε είναι απίθανο να συμφωνήσουν να σταλούν αμαχητί όλες οι ευρωπαϊκές αρμοδιότητες στην Καγκελαρία.
Οι ειδικοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Μέρτς έχει την ευκαιρία να βελτιώσει τον συντονισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής, καθώς και οι νέοι ηγέτες του SPD ενδιαφέρονται για την ενίσχυση της ηγεσίας της Γερμανίας στην Ευρώπη. Τώρα, οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό συνασπισμού αποτελούν μια πρώτη δοκιμή για το πόσο κοντά είναι τα δύο μεγάλα κόμματα στα πιο σημαντικά ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Τα τρωτά σημεία
Ωστόσο, υπήρχε ένα συνονθύλευμα αλληλοεπικαλυπτόμενων ευθυνών που συχνά άφησε ελάχιστο χώρο στο Βερολίνο να προωθήσει ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό όραμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Euractiv.
Τα πράγματα επιδεινώθηκαν υπό την τρικομματική κυβέρνηση του απερχόμενου Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, η οποία παρουσίαζε σχεδόν συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών του Σολτς, των Πρασίνων και των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP).
«Στην προηγούμενη νομοθετική περίοδο, σχεδόν όλοι οι υπουργοί δεν είχαν αίσθηση για την Ευρώπη», αναγνώρισε, μιλώντας στο Euractiv, πηγή του SPD, επισημαίνοντας επίσης την απομάκρυνση του Σολτς από το ζήτημα, καθώς χαρακτηρίστηκε κυρίως «διατλαντικός».
Οι εταίροι του συνασπισμού απέτυχαν επανειλημμένα να συμμετάσχουν στη βασική νομοθεσία της ΕΕ μέχρι την τελευταία στιγμή, εξαιτίας της έλλειψης συμφωνίας στο Βερολίνο.
Το πιο διαβόητο παράδειγμα ήταν η προτεινόμενη απαγόρευση της ΕΕ για την πώληση νέων βενζινοκίνητων αυτοκινήτων, η οποία είχε συζητηθεί πλήρως στις Βρυξέλλες – για να μπλοκαριστεί μόνο όταν η Γερμανία αποχώρησε λίγο πριν από την τελική ψηφοφορία λόγω εσωτερικού βέτο του FDP. Το γεγονός ότι η Γερμανία, έδρα της πανίσχυρης αυτοκινητοβιομηχανίας, δεν είχε παρέμβει νωρίτερα άφησε έκπληκτους πολλούς σε άλλα μέρη της ΕΕ.
Συγκρατημένες ελπίδες
Φυσικά, υπάρχουν επιφυλάξεις σε όλη αυτή την ξαφνική αισιοδοξία. Η αποφασιστική δράση του Μερτς για τις γερμανικές αμυντικές δαπάνες ήταν εντυπωσιακή, αλλά μένει να δούμε αν θα είναι το ίδιο ριζοσπαστικός σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ακριβώς όπως ξεπέρασε την προηγούμενη αντίθεση του κόμματός του στη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, θα αμφισβητήσει τη μακροχρόνια αντίθεση του κόμματός του στον κοινό δανεισμό της ΕΕ που είναι απαραίτητος για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών;
Ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό που ο Φαμπιάν Ζιλίγκ, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής, think tank με έδρα τις Βρυξέλλες, αποκαλεί το δίλημμα «φιλοδοξία-ενότητα», το οποίο αποτελούσε συχνά εμπόδιο στη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Bloomberg. Η ΕΕ προσπάθησε παραδοσιακά να επιτύχει ομοφωνία, ακόμη και όταν αυτό δεν απαιτείται αυστηρά από τις συνθήκες της ΕΕ. Αλλά το τίμημα της ενότητας ήταν η μείωση της φιλοδοξίας νέων πρωτοβουλιών. Στην περίπτωση της κοινής άμυνας και ασφάλειας, υπάρχει ιδιαίτερος κίνδυνος να επιτραπεί σε φιλορωσικές χώρες, όπως η Ουγγαρία να εμποδίσουν την κοινή δράση.
Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αναζητήσουν διακυβερνητικούς τρόπους αντιμετώπισης που βασίζονται σε «συνασπισμούς πρόθυμων» να παρακάμψουν τους θεσμούς και τις διαδικασίες της ΕΕ. Όμως, ενώ αυτά έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι ανοιχτά σε μη μέλη της ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, φέρνουν στο προσκήνιο διάφορες πολυπλοκότητες, κυρίως την ανάγκη δημιουργίας κοινών νομικών πλαισίων, σύμφωνα με το Bloomberg.
Το δίλημμα «φιλοδοξία-ενότητα» επεκτείνεται και στην οικονομική ολοκλήρωση. Oι προσπάθειες εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς συγχέονται εδώ και καιρό από τον εγχώριο προστατευτισμό, ο οποίος εμποδίζει την ευρύτερη ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Ο Ντράγκι, επικαλούμενος στοιχεία του ΔΝΤ, τόνισε πρόσφατα πώς τα εσωτερικά εμπόδια ισοδυναμούν με δασμούς 45% στο εμπόριο εντός της ενιαίας αγοράς. Ο αυξανόμενος κατακερματισμός της εθνικής πολιτικής καθιστά αρκετά δύσκολη την υλοποίηση οποιασδήποτε μεταρρύθμισης της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Αλλά ακόμα κι αν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατορθώσουν να θεσπίσουν νέους κανόνες, θα έχουν την ικανότητα και τη βούληση να τους επιβάλουν;
Τέλος, ο βαθμός στον οποίο η τρέχουσα καλή θέληση προς το Ηνωμένο Βασίλειο θα οδηγήσει σε ουσιαστική επαναφορά των σχέσεων παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Αρκετά κράτη μέλη, με επικεφαλής τη Γαλλία, εξακολουθούν να αντιτίθενται στο να επιτραπεί στις βρετανικές εταιρείες να επωφεληθούν από τα κοινά αμυντικά κονδύλια της ΕΕ.
Και αυτό, επειδή οι προσπάθειες της Βρετανίας να διαπραγματευτεί μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πηγή τριβών εάν ο Τραμπ χτυπήσει την ΕΕ με δασμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τραμπ θα θελήσει να δημιουργήσει τριβές μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ. Καθώς οι ΗΠΑ και η ΕΕ απομακρύνονται περισσότερο, ο στόχος του Στάρμερ να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ των δύο μπορεί να γίνει πιο δύσκολο να διατηρηθεί.
Ο γαλλογερμανικός άξονας, η κεντρομόλος δύναμη που θα μπορούσε να νικήσει τη φυγόκεντρη, θα ήταν εφικτό να καθοδηγήσει τις νέες πολιτικές, εάν ενορχηστρωνόταν μία ισχυρή σχέση μεταξύ των δύο κορυφαίων οικονομιών της Ευρώπης. Οι διαφορές ωστόσο παραμένουν μεγάλες δίχως να υπάρχουν ταυτόχρονα και εναλλακτικές που δυσκολεύει την κατάσταση.
Φωτογραφία Getty Images / Ideal Images