Τρεις ημέρες απομένουν για την υποβολή αιτήσεων στο δημοφιλές πρόγραμμα επιδότησης τόκων επιχειρηματικών δανείων ΤΕΠΙΧ ΙΙ. Ήδη έχουν υποβληθεί 72.000 αιτήσεις από την έναρξη του προγράμματος, υπερκαλύπτοντας κατά περίπου 6 φορές τον αρχικό προϋπολογισμό των 1,3 δισ. ευρώ, καθώς ανέρχονται πλέον στα 7,5 δισ. ευρώ.
Το ΤΕΠΙΧ ΙΙ θα παραμείνει ανοιχτό για την υποβολή αιτήσεων μέχρι την Πέμπτη 28 Μαΐου και ώρα 12:00. Η προηγούμενη περίοδος υποβολής αιτήσεων ήταν από 28/4 έως 6/5.
Όπως ανακοίνωσε το Υπουργείο Ανάπτυξης, οι διαθέσιμοι πόροι του προγράμματος αυξήθηκαν κατά 300 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν σε 750 εκατ. ευρώ νέα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με το παραπάνω ποσό, ο συνολικός προϋπολογισμός της δράσης, με τη συμμετοχή των τραπεζών, διαμορφώνεται σε άνω των 2 δισ. ευρώ.
Το πρόγραμμα Επιχειρηματική Χρηματοδότηση ΤΕΠΙΧ ΙΙ, προβλέπει 100% επιδότηση τόκων για τα 2 πρώτα χρόνια του δανείου, ενώ 40% του δανείου παρέχεται άτοκα για την υπόλοιπη διάρκεια. Δίνεται περίοδος χάριτος από 6 έως 12 μήνες.
Το πρόγραμμα απευθύνεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εξαιρούνται οι επιχειρήσεις του πρωτογενή τομέα, της αλιείας και των ιχθυοκαλλιεργειών.
Υπενθυμίζει ότι μέχρι τις 12 το μεσημέρι της Τρίτης 26/5, οι τράπεζες θα καταθέσουν στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα τις προτάσεις τους για το πρόγραμμα του Ταμείου Εγγυοδοσίας και ήδη κάνουν λόγο για μεγάλο ενδιαφέρον από επιχειρήσεις προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Εγγυοδοσίας της ΕΑΤ, εφόσον θα απευθύνεται σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, όλων των τομέων δραστηριότητας και ανεξαρτήτως του πόσο έχουν πληγεί από τη κρίση.
Κορκίδης: Να μην μείνουν οι αιτήσεις ρευστότητας των ΜμΕ στα «αζήτητα»
«Να γίνει μεταφορά περισσότερων κονδυλίων μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ και να μην μείνουν οι αιτήσεις ρευστότητας των ΜμΕ στα «αζήτητα» των τραπεζών».
Αυτό ανέφερε σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, σημειώνοντας ότι η ρευστότητα που θα διατεθεί τους επόμενους μήνες στην ελληνική αγορά, για την επούλωση των πληγών που αφήνει στην πραγματική οικονομία η κρίση του κορονοϊού, είναι καθοριστική για την βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων.
Ο ίδιος συνεχίζει λέγοντας ότι οι διαθέσιμοι πόροι μέσω των κρατικών προγραμμάτων επιδότησης και εγγυοδοσίας δανείων δημιουργούν ένα «οπλοστάσιο» ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ, μαζί με τις αναστολές δόσεων υφιστάμενων δανείων. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, υπάρχει αμφιβολία για το κατά πόσο οι επιχειρήσεις πληρούν εύκολα τους όρους και τις προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν το σύνολο αυτής της προσφοράς «φθηνού χρήματος».
«Αυτό δείχνουν τουλάχιστον οι αιτήσεις που έχουν υποβληθεί έως σήμερα, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί, καθώς και η κακή οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, όσων θεωρητικά εντάσσονται στους δικαιούχους των σχετικών δράσεων» σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη.
Ο πρόεδρος υπενθυμίζει ότι πριν από λίγες ημέρες ξανάνοιξε η πλατφόρμα για το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, αφού ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση των αιτήσεων, που εξασφαλίζει κεφάλαιο κίνησης με διετή επιδότηση τόκων κατά 100% και στη συνέχεια κατά 40%. Τα μέχρι σήμερα περίπου 72.000 αιτήματα χρηματοδότησης από την έναρξη του προγράμματος υπερκαλύπτουν τον αρχικό προϋπολογισμό του.
Η αναντιστοιχία όμως ζήτησης και προσφοράς, σημειώνει ο κ. Κορκίδης, δεν θα επιτρέψει σε πάρα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που «θα φτάσουν στην πηγή να πιουν νερό», αφού δυστυχώς υπάρχει όριο των ταμειακών διαθεσίμων του προγράμματος. Υπενθυμίζεται μάλιστα ότι οι διαθέσιμοι πόροι του ΤΕΠΙΧ ΙΙ αυξήθηκαν κατά 300 εκ. ευρώ που αντιστοιχούν σε 750 εκ. ευρώ νέα δάνεια προς ΜμΕ και ο συνολικός προϋπολογισμός της δράσης, με τη συμμετοχή των τραπεζών, διαμορφώνεται σε 2 δισ. ευρώ.
Αρχές Ιουνίου τα πρώτα αιτήματα για το Ταμείο Εγγυοδοσίας
Αρχές Ιουνίου, αναμένεται να ανοίξουν τα αιτήματα δανειοδότησης μέσω της νέας δράσης του Ταμείου Εγγυοδοσίας που θα εγγυάται το 80% του δανείου κάθε επιχείρησης, με στόχο να διοχετευθούν στην αγορά περίπου 7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις συστημικές τράπεζες η ρευστότητα που τελικώς θα πέσει στην αγορά από τις δύο δράσεις -στην καλύτερη περίπτωση- θα διαμορφωθεί στα 7 δις ευρώ.
«Συγκεκριμένα, αναμένεται ότι θα γίνει χρήση του ΤΕΠΙΧ ΙΙ στο σύνολό του, ενώ για το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων εκτιμάται ότι δύσκολα θα ξεπεράσει τα 5 δις ευρώ. Κι αυτό διότι τα νέα τραπεζικά εργαλεία δεν απευθύνονται σε όλους, αλλά αποκλειστικά σε συνεπείς επιχειρήσεις και ενήμερους οφειλέτες για την αποφυγή της αύξησης των κόκκινων δανείων» όπως αναφέρει ο κ. Κορκίδης.
Σε μεγάλο ποσοστό, συνεχίζει ο ίδιος, οι «καλοί πελάτες» των τραπεζών που διαθέτουν μετρητά στα ταμεία τους, δείχνουν επιφυλακτικοί να δανειστούν και να δεσμευτούν στη ρήτρα απασχόλησης, σε αντίθεση με τους «κόκκινους πελάτες» που διαμαρτύρονται για τον αποκλεισμό τους από τον τραπεζικό δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών τους.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ πρόσθεσε ότι: «Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βρίσκονται σε στάση αναμονής, καθώς λιγότερες από 1 στις 4 έχουν καταθέσει αίτηση, κυρίως γιατί δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Σύμφωνα μάλιστα με τις τράπεζες μετά την εύκολη ολοκλήρωση της αρχικής αίτησης, που με λίγα «κλικ», χωρίς την υποβολή άλλων παραστατικών, εκδηλώθηκε η μεγάλη ανάγκη από την αγορά για «φρέσκο χρήμα», μόλις οι μισές επιχειρήσεις έχουν προσέλθει στις τράπεζες για να προσκομίσουν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ώστε να προχωρήσει η αξιολόγησή τους. Οι υπόλοιποι απλά αδυνατούν, ενώ η πλειονότητα όσων απευθύνονται στις τράπεζες τελικά δανείζονται μικρότερα ποσά, ακόμη και έως 70% χαμηλότερα σε σχέση με αυτά που ζήτησαν σε πρώτη φάση. Ο λόγος είναι ότι διαπιστώνουν ότι δεν διαθέτουν τις εγγυήσεις για όσα χρήματα αρχικά αιτούνται, ώστε να προχωρήσει η αξιολόγησή τους, ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν με τον τζίρο τους επιπλέον δανειακά χρέη».
Αντίστοιχα, όπως σημειώνει ο πρόεδρος, στα προγράμματα αναστολής δόσεων και επιδότησης τόκων για υφιστάμενα ενήμερα επιχειρηματικά δάνεια, η συμμετοχή σε σχέση με τους δυνητικά δικαιούχους υπολογίζεται κάτω από το 50%. Από τη μία πλευρά η μετάθεση πληρωμής των δόσεων μερικούς μήνες αργότερα συσσωρεύει υποχρεώσεις, που βαρύνονται με τόκους και όσοι έχουν χρήματα για την εξυπηρέτηση των πληρωμών δεν κάνουν χρήση της συγκεκριμένης δυνατότητας. Από την άλλη, η επιδότηση τόκων συνεπάγεται επίσης με δέσμευση διατήρησης προσωπικού για κάποιο διάστημα και με δεδομένη την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας, πολλοί οφειλέτες δεν θέλουν να αναλάβουν αυτή την υποχρέωση.