Κοινή είναι η διαπίστωση από μέρους των 4 επικεφαλής οικονομολόγων ότι η έκδοση του ελληνικού δημοσίου στις αγορές με ομόλογα 15ετούς διάρκειας είχε απόλυτη επιτυχία, επισημαίνοντας ιδιαίτερα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έκδοσης.
Πρόκειται για τους 4 επικεφαλής οικονομολόγους των συστημικών τραπεζών στην Ελλάδα, οι οποίοι αναφέρονται στις θετικές συνέπειες για τις τράπεζες και τις ελληνικές επιχειρήσεις, μιλώντας για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Διατυπώνουν εκτιμήσεις για την επόμενη μέρα, διατυπώνοντας ενδιαφέρουσες απόψεις για το ρόλο της ΕΚΤ αλλά και για γενικότερα ζητήματα που αφορούν τις μεταρρυθμίσεις και την αναγκαιότητα συνέχισης τους.
Τι δήλωσαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Ηλίας Λεκκός, ο Νίκος Μαγγίνας, ο Παναγιώτης Καπόπουλος και ο Τάσος Αναστασάτος:
Ηλίας Λεκκός: Επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής Τράπεζα Πειραιώς
Η νέα έκδοση του ελληνικού δημοσίου στις αγορές με ομόλογα 15ετούς διάρκειας μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως απολύτως επιτυχής καθώς για ποσό έκδοσης 2,5 δισ. ευρώ κατατέθηκαν προσφορές ύψους άνω των 18 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, και η σύνθεση των επενδυτών ήταν εξαιρετικά «ποιοτική», υπό την έννοια ότι σημαντικό ποσό της έκδοσης απορροφήθηκε από θεσμικούς επενδυτές με μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα. Επιπρόσθετα, ο ΟΔΔΗΧ, εκμεταλλευόμενος το παγκόσμιο «κύμα ρευστότητας» που έχει οδηγήσει τις αποδόσεις μεγάλου τμήματος των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως σε αρνητικά επίπεδα, κατάφερε να περιορίσει το κόστος έκδοσης στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 1,9%.
Ωστόσο το βασικό συστατικό της επιτυχίας βρίσκεται στη 15ετή διάρκεια του ομολόγου, διάρκεια η οποία ξεπερνά κατά πολύ το «χρόνο ζωής» του αποθεματικού ασφαλείας των 40 δισ. ευρώ του ελληνικού Δημοσίου. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι οι αγορές πλέον έχουν ενστερνισθεί τόσο το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο θα παραμείνει σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας όσο και ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου.
Όλα τα ανωτέρω αποτελούν σημαντικά και αδιαμφισβήτητα βήματα προόδου. Ταυτόχρονα όμως, καθώς η επιστροφή στην «κανονικότητα» εδραιώνεται και ισχυροποιείται, πλησιάζει το χρονικό ορόσημο όπου θα πρέπει να σταματήσουμε να πανηγυρίζουμε για κάθε νέα έκδοση από πλευράς ελληνικού Δημοσίου και να αρχίσουμε να αναλογιζόμαστε τόσο για τα μαθήματα που μπορούμε να αντλήσουμε από τα γεγονότα των 2-3 τελευταίων ετών, όσο και να προβληματιζόμαστε για τις εξελίξεις της επόμενης ημέρας.
Αρχίζοντας από τα μαθήματα του πρόσφατου παρελθόντος, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η χρησιμοποίηση των επιχειρημάτων της μη-συμμετοχής των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και της μη-αναβάθμισης του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας από τις εταιρείες αξιολόγησης για την διατήρηση (πριν 1-2 χρόνια) των αποδόσεων σε υψηλά επίπεδα αποδείχθηκε εσφαλμένη. Εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι μόλις η ελληνική Πολιτεία και οικονομία έπεισαν τις αγορές για την σοβαρή και μεθοδική υιοθέτηση αξιόπιστων οικονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σε επίπεδα που εξέπληξαν ακόμα και τους πιο αισιόδοξους αναλυτές.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η μυωπική και γραφειοκρατική νοοτροπία της ΕΚΤ να εξακολουθεί να βάζει περιορισμούς στο ύψος των ομολόγων ελληνικού Δημοσίου που διακρατούν τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα δεν επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να καρπωθούν σημαντικά κέρδη και να ενδυναμώσουν με αυτό τον τρόπο περαιτέρω τα κεφάλαια τους.
Τέλος, όσον αφορά τη συζήτηση της επόμενης μέρας, να πρέπει πρώτα και κύρια να αναρωτηθούμε για τη σχέση κόστους/οφέλους από τη διατήρηση ενός τόσο σημαντικού ποσού ως αποθεματικό ασφαλείας, δεδομένου ότι -από τη μέση του 2018 που δημιουργήθηκε- το κόστος άντλησης των 40 δισ. ευρώ κυμαίνεται κοντά στο 1,5%, τα οποία όμως παραμένουν κατατεθειμένα σε λογαριασμούς μηδενικής απόδοσης. Παράλληλα με το πραγματικό κόστος του αποθεματικού αυτού θα πρέπει να αναλογιστούμε και το «κόστος ευκαιρίας» καθώς η δυνητική του χρησιμοποίηση για τη χρηματοδότηση -από κοινού με τον τραπεζικό τομέα- μεγάλων έργων υποδομών θα επαύξανε την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας με ένα βιώσιμο και διατηρήσιμο τρόπο.
Νίκος Σ. Μαγγίνας, Επικεφαλής Οικονομολόγος Εθνικής Τράπεζας, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης
Η επιτυχής έκδοση του 15ετούς ομολόγου επισφραγίζει μια σταθερή πορεία βελτίωσης, η οποία επιταχύνθηκε το 2019. Υπογραμμίζει ότι οι αγορές επιβραβεύουν τελικά τη συνέπεια, τη μεθοδικότητα και την αξιοπιστία της προσαρμογής που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία, δεδομένης πλέον και της επιταχυνόμενης οικονομικής ανάκαμψης. Η έκδοση είναι το επιστέγασμα της σταθερής παρουσίας του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, με σωρευτικές εκδόσεις ομολόγων 12 δισ. ευρώ την τελευταία διετία με ολοένα και καλύτερους όρους. Αναμφισβήτητα, η παράταση της πολυετούς νομισματικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ το περασμένο φθινόπωρο συνέτεινε στη συρρίκνωση των επιτοκίων, ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα τώρα -σε αντίθεση με το παρελθόν- εισπράττει εξ ολοκλήρου το όφελος, χωρίς να είναι ακόμη επιλέξιμη στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης (η απόσταση από την «επενδύσιμη αξιολόγηση» έχει συρρικνωθεί πλέον σε 2 μόνο βαθμίδες). Η διάθεση των επενδυτών να αποκτήσουν ομόλογα σε ορίζοντα πέραν της δεκαετίας -κατά την οποία είναι γνωστό ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου είναι εξαιρετικά χαμηλές- δείχνει ότι αυξάνει η εμπιστοσύνη και στις μακροχρόνιες προοπτικές της οικονομίας.
Όπως η άνοδος των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων σε μη διατηρήσιμα επίπεδα σήμανε την έναρξη της κρίσης, έτσι και τώρα η ραγδαία συρρίκνωσή τους προοιωνίζει το τέλος της. Έχει ξεκινήσει η διάχυση του οφέλους στην πραγματική οικονομία, κάτι που είναι ήδη εμφανές στις μεγάλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, το Χρηματιστήριο, οι αποτιμήσεις άλλων ελληνικών τίτλων και η αγορά ακινήτων επίσης επωφελούνται από την ταχεία αποκλιμάκωση του κινδύνου της χώρας. Οι τράπεζες διευκολύνονται στο να επιταχύνουν την τελική κομβική φάση της στρατηγικής τους για επίλυση του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Οι ανωτέρω εξελίξεις, σε συνδυασμό με την εμπέδωση της οικονομικής ανάκαμψης, θα επιτρέψουν και τη σταδιακή συρρίκνωση του πιστωτικού κίνδυνου που επιβαρύνει το κόστος και τη διαθεσιμότητα της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, πεδίο στο οποίο η κληρονομιά της κρίσης παραμένει βαριά.
Παναγιώτης Καπόπουλος, Επικεφαλής Οικονομολογός, διευθυντής Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank
Η μεγάλη επιτυχία της έκδοσης του 15ετούς ομολόγου της Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν το φυσικό αποτέλεσμα, τόσο της μεγάλης αλλαγής που έχει επέλθει στο profile του δημοσίου χρέους το τελευταίο έτος, όσο και της αναπτυξιακής δυναμικής που ενισχύθηκε από τη μεταβολή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, της εμπέδωσης κλίματος πολιτικής σταθερότητας, της επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων και της οριστικής ανάληψης της ιδιοκτησίας των μεταρρυθμίσεων. Σηματοδοτεί δε, τη διαμόρφωση εκ νέου μιας μακροχρόνιας καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών ομολογιακών εκδόσεων, με κύρια χαρακτηριστικά το χαμηλό επασφάλιστρο κινδύνου, την υψηλή ζήτηση σε ένα περιβάλλον αρνητικών αποδόσεων και διάρκεια που υπερβαίνει την περίοδο ισχύος των μέτρων διευθέτησης, που συμφωνήθηκε με τους επίσημους δανειστές.
Παράλληλα, όσο οι αποδόσεις των νέων τίτλων υποχωρούν σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από αυτά στα οποία βασίστηκε η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, ενώ ταυτόχρονα γίνεται ευχερέστερη η έκδοση τίτλων μεγαλύτερης διάρκειας, τόσο διευρύνονται οι δυνατότητες για εκλογίκευση -σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους- του ύψους των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς να επιβαρύνεται η βιωσιμότητα του χρέους. Είναι κάτι που οι αγορές φαίνεται ήδη να προεξοφλούν σε σημαντικό βαθμό. Συγκεκριμένα, η παρατηρούμενη μείωση του κινδύνου χώρας, αντανακλά την εκτίμηση του επενδυτικού κοινού ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούνται για τη σταδιακή αποκλιμάκωση της αναλογίας τού χρέους προς το ΑΕΠ, είναι μικρότερα και καθίστανται πολιτικώς περισσότερο εφικτά, απομακρύνοντας την πιθανότητα της αθέτησης υποχρεώσεων στο μέλλον.
Επιπλέον, ο ίδιος ο εξορθολογισμός των δημοσιονομικών στόχων, δηλαδή η προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, δρα μειωτικά προς τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, στην περίπτωση που ο δημιουργούμενος δημοσιονομικός χώρος αξιοποιείται για την ενίσχυση των επενδυτικών δαπανών, καθώς οι τελευταίες έχουν ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή στον παρονομαστή.
Τέλος, σημαντικό όφελος από την επιτυχή έκδοση του 15ετούς ομολογιακού τίτλου είναι το βελτιωμένο περιβάλλον που διαμορφώνεται πλέον για τις τράπεζες και τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς ενισχύεται η προοπτική για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους, των εργασιών τους και της κερδοφορίας τους.
Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών
Η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με ομόλογο 15ετούς διάρκειας στις 28/1/2020 ήταν ένα σημαντικό θετικό βήμα στην πορεία εδραίωσης καλών όρων πρόσβασης και της εμπιστοσύνης της επενδυτικής κοινότητας. Οι λόγοι που το καθιστούν σημαντικό, σχετίζονται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έκδοσης:
Πρώτον, η διάρκεια των 15 ετών είναι μεγαλύτερη τού συνήθους και βοηθά στο χτίσιμο καμπύλης αποδόσεων. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ξεπερνά χρονικά, όχι μόνο τη διάρκεια κάλυψης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου από το μαξιλάρι ρευστότητας, αλλά και το ορόσημο του 2032, έτος κατά το οποίο το Eurogroup έχει δεσμευτεί να επανεξετάσει την βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Ως εκ τούτου, η επιτυχής έκβαση της έκδοσης συνιστά ψήφο εμπιστοσύνης των επενδυτών στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους
Δεύτερον, η υπερκάλυψη της έκδοσης (βιβλίο προσφορών στα 19 δισ. ευρώ αύξηση του τελικού μεγέθους της έκδοσης στα 2,5 δισ. ευρώ) ήταν εντυπωσιακή
Τρίτον, η κατανομή του ομολόγου είχε σαφή ροπή προς μακροπρόθεσμους και θεσμικούς επενδυτές (κάποιοι εκ των οποίων συμμετείχαν για πρώτη φορά), σε αντίθεση με το παρελθόν όπου τα hedge funds είχαν μεγάλο μερίδιο
Τέταρτον, για πρώτη φορά μετά την κρίση, η έκδοση εκτελέστηκε σε όρους περιθωρίου απόδοσης (spread) έναντι των ανεπτυγμένων αγορών, όπως συμβαίνει με τις χώρες που έχουν επενδυτική βαθμίδα, και όχι σε όρους απόδοσης (yield). Αυτό δεν είναι μόνο σημειολογικό. Είναι μία εξέλιξη που διευκολύνει επενδυτές που εκ του καταστατικού τους ασχολούνται με ανεπτυγμένες αγορές με υψηλούς δείκτες αξιόχρεου να επενδύσουν σε ελληνικά ομόλογα
Συμπερασματικά: Η θετική εξέλιξη αντανακλά τη βελτίωση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αλλά και τις ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας στις διεθνείς αγορές. Εφησυχασμός όμως δεν χωρεί: το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει ευαίσθητο στην εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών και το διεθνές περιβάλλον δημιουργεί μεγάλες προκλήσεις. Η επιμονή σε μεταρρυθμιστικές φιλοαναπτυξιακές πολιτικές είναι απολύτως απαραίτητη ώστε οι δράσεις χρηματοοικονομικής διαχείρισης να παραμείνουν επιτυχείς.