Άφησε πίσω τις δυσκολίες του παρελθόντος και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Η Softex η ελληνική χαρτοβιομηχανία που πέρασε από 40 κύματα στην μακροχρόνια πορεία της, τελικά κατάφερε όχι μόνο να ορθοδοποδήσει αλλά και να δώσει ώθηση στα οικονομικά μεγέθη του ελληνικού Ομίλου Ιntertrade Hellas της οικογένειας Ντεληδήμου, την οποία εξαγόρασε το 2016.
Το ξεκίνημα της Softex, μας φέρνει πίσω στο 1936 όπου ιδρύθηκε από την οικογένεια Κεφάλα και στο 1937 που ξεκίνησε να λειτουργεί στο Βοτανικό. Η πορεία της από την αρχή ήταν ανοδική εκτινάσσοντας την παραγωγή χαρτιού από 1.250 τόνους το 1950 σε 59.000 τόνους το 1968. Τη δεκαετία του '70 άρχισε να συσσωρεύει ζημιές, για να περάσει λίγα χρόνια αργότερα σε κρατικό έλεγχο. Όταν το Δημόσιο αποφάσισε να ξεφορτωθεί τις προβληματικές επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι θέλησαν να λειτουργήσουν την εταιρεία μόνοι τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα, ώσπου το 1999 η κυβέρνηση αποφάσισε να την πουλήσει.
Το 2002, η Αθηναϊκή Χαρτοποιϊα εξαγοράστηκε από την πολυεθνική Bolton. Μέχρι το 1974 το χαρτί Softex έμπαινε σε περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά στην Ελλάδα.
Tο 1984, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία εντάχθηκε στον ΟΑΕ και χρειάστηκε να επιδοτηθεί ουσιαστικά με 25 δισ. δραχμές για να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, ως μέλος του ΟΑΕ πλέον.
Το 1999 μεταβιβάστηκε στην ιταλική πολυεθνική Bolton Group. Η Softex που δεν μπορούσε να ορθοποδήσει στην δεκαετία του '80 και του '90 με τις πλάτες του κράτους και με μερίδια που ξεπερνούσαν το 50% άρχισε να μπαίνει σε δύσκολη θέση όταν τα private label άρχιζαν να κερδίζουν έδαφος.
Μετά την ανάληψη της διοίκησης από την Bolton, το πρώτο που έκλεισε ήταν το εργοστάσιο της Δράμας και πρώτη κίνηση ήταν η απόλυση 450 εργαζομένων.
Τον Ιούλιο του 2015, η φωτιά που έπιασε στη μονάδα του εργοστασίου στον Ταύρο είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν προβλήματα στην παραγωγή.
Λίγους μήνες αργότερα στελέχη της Bolton ανακοίνωσαν το λουκέτο της εταιρείας, ενώ παρά της προσπάθειες που κατεβλήθησαν από πλευράς Υπουργείου Εργασίας για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, οι προσπάθειες έπεσαν στο «κενό».
Ο «λευκός ιππότης» που βρέθηκε ήταν η χαρτοβιομηχανία Intertrade Hellas Α.Β.Ε.Ε, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες επεξεργασίας χάρτου στην Ελλάδα.
Η Intertrade Hellas παράγει καταναλωτικά προϊόντα χάρτου tissue και χρησιμοποιεί, έως τώρα, το εμπορικό σήμα «Servin», ενώ οφείλει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της σε προϊόντα που παράγει για λογαριασμό μεγάλων εγχώριων και διεθνών λιανεμπορικών αλυσίδων, όπως η Lidl, η Αλφα-Βήτα, η Σκλαβενίτης, η Μαρινόπουλος, η My Market και άλλες. Παράγει χαρτοπετσέτες, χαρτί υγείας και ρολά χάρτου κουζίνας για οικιακή και επαγγελματική χρήση. Επίσης, από το 2015 παράγει και χαρτομάντηλα.
Ιδρύθηκε το 1992, ως εμπορική επιχείρηση, με σκοπό την πώληση jumbo rolls σε Έλληνες επεξεργαστές χάρτου, για να μετατραπεί δέκα χρόνια μετά σε βιομηχανική, δημιουργώντας υπερσύγχρονες παραγωγικές εγκαταστάσεις στις Αχαρνές Αττικής.
Οι εγκαταστάσεις της περιλαμβάνουν δυο εργοστασιακές μονάδες με 10 γραμμές παραγωγής και παραγωγική δυναμικότητα 50.000 τόνους καταναλωτικών προϊόντων χάρτου, σε ιδιόκτητα ακίνητα 4.790 τ.μ. και θεωρείται με κριτήριο τον παραγωγικό εξοπλισμό της, από τις πιο σύγχρονες ελληνικές βιομηχανίες του τομέα της.
Σύμφωνα με τις ενοποιημένες καταστάσεις, ο κύκλος εργασιών ανήλθε σε 67,87 εκατ. ευρώ από 64,23 εκατ. ευρώ το 2016. Τα κέρδη προ φόρων σημείωσαν, επίσης, αύξηση και έκλεισαν στα 2,1 εκατ. ευρώ από 1,84 εκατ. ευρώ το 2016, ενώ τα καθαρά κέρδη έφτασαν τα 1,45 εκατ. ευρώ από 1,3 εκατ. ευρώ το 2016. Σημειώνεται ότι τον Νοέμβριο του 2017, ξέσπασε πυρκαγιά σε αποθήκη της εταιρείας, γεγονός που οδήγησε σε μια ευκαιριακή αύξηση των υποχρεώσεων, δεδομένου ότι η αποκατάσταση της ζημιάς ολοκληρώθηκε στις αρχές του επόμενου έτους.
Όπως επισημαίνεται από τη διοίκηση της εταιρείας, «ο όμιλος είναι σε θέση να αποπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις χωρίς καθυστέρηση, καθώς το 2018, σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα πορεία των εργασιών του καθώς και βάσει των προβλέψεων της διοίκησης, αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά ο κύκλος εργασιών του και η κερδοφορία του και να βελτιωθεί η ρευστότητά του ως αποτέλεσμα της απόδοσης των επενδύσεων αυτών».