Την πρόταση να δημιουργηθεί ένας εθνικός μηχανισμός διάθεσης δεδομένων υγείας, κατά αντιστοιχία άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, πρότεινε η Διευθύντρια Market Access & External Affairs της AbbVie, Πένυ Ρέτσα, από το βήμα του 5ου InvestGR Forum, που έλαβε χώρα την Τετάρτη 13 Ιουλίου, στην Αθήνα.
Ειδικότερα, η κα. Ρέτσα αναφέρθηκε εισαγωγικά στην αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για το μέτρο συμψηφισμού του clawback με δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης και παραγωγικές επενδύσεις (σ.σ. αναπτυξιακό clawback), σημειώνοντας ότι αυτή λειτουργεί αποτρεπτικά για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε Ε&Α, καθώς περιορίζεται σημαντικά το ποσοστό συμψηφισμού δαπανών, ενώ δεν λαμβάνεται υπόψη η φύση των κλινικών μελετών (μεγάλης διάρκειας έργα, δημιουργία δαπανών μετά το 1 έτος).
Υπογράμμισε μάλιστα ότι «ο αρχικός σχεδιασμός του μέτρου το 2019 ήταν να συμψηφίζεται το 100% των επιλέξιμων δαπανών σε Ε&Α (κάτι που έγινε το 2019), ενώ λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος της βιομηχανίας και την προσέλκυση επενδύσεων το 2020 και το 2021 συμψηφίστηκε το 55% και 42% αντίστοιχα των επιλέξιμων δαπανών σε Ε&Α. Τώρα, με το νέο πλαίσιο το ποσοστό συμψηφισμού πέφτει στο 25%». Και συνέχισε ότι «το παράδειγμα αυτό είναι ενδεικτικό της αστοχίας της Πολιτείας να στηρίξει τις επενδύσεις, καθώς εδώ έχουμε ξεκάθαρα ένα μέτρο που λειτουργεί, που φέρνει νέες επενδύσεις σε Ε&Α και αντί να το ενισχύσουμε, το μειώνουμε χρόνο με το χρόνο».
Στη συνέχεια, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σημαντική ευκαιρία που διανοίγεται σήμερα για τη χώρα μέσω της ενίσχυσης και ανάπτυξης των Κλινικών Μελετών, υποστηρίζοντας ότι η χώρα μας μπορεί να μετατραπεί σε ένα διεθνές hub κλινικής έρευνας. Σημείωσε, μάλιστα, ότι στην ΕΕ επενδύονται ετησίως περίπου 36 δις. ευρώ στον τομέα της Ε&Α. Η άνοδος της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό Μ.Ο. συνεπάγεται επενδύσεις περίπου 500 εκατ. ευρώ και ετήσια αύξηση 1,1 δις στο ΑΕΠ, 270 εκατ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα και χιλιάδες νέες εξειδικευμένες θέσεις εργασίας.
Επίσης, η κα. Ρέτσα εξέφρασε την πεποίθηση ότι η χώρα μας μπορεί να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή στην αξιοποίηση δεδομένων υγείας προς όφελος των ασθενών, ξεκινώντας από τα δεδομένα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, που υπάρχουν από το 2012 και είναι ένας θησαυρός για τη φαρμακευτική βιομηχανία και την επιστημονική έρευνα. Τόνισε, μάλιστα, ότι «μπορούμε να δούμε και να ενσωματώσουμε στην ελληνική πραγματικότητα βέλτιστες πρακτικές από άλλες χώρες που ήδη έχουν κάνει σημαντικά βήματα για την αξιοποίηση των RWE, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου και υπό την απόλυτη τήρηση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο παράδειγμα της Φινλανδίας, που έχει δημιουργήσει το FINDATA, έναν οργανισμό που θέτει το πλαίσιο για την αποτελεσματική αξιοποίηση των RWE από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και πρότεινε να δημιουργηθεί στη χώρα μας και ένας αντίστοιχος ελληνικός μηχανισμός διάθεσης και αξιοποίησης δεδομένων υγείας. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι είναι «στο χέρι της Πολιτείας να μετατραπεί η χώρα μας από παρατηρητή σε πρωταγωνιστή της αξιοποίησης των RWE στην Ευρώπη και να συνδιαμορφώσει τη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου δεδομένων της υγείας».
Κλείνοντας, η κα. Ρέτσα σημείωσε ότι ο φαρμακευτικός κλάδος λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής στην οικονομία και πως «προκειμένου να απελευθερωθούν οι αναπτυξιακές δυνάμεις του, χρειάζεται άμεση απελευθέρωση του κλάδου από τα βαρίδια του παρελθόντος, όπως είναι οι μηχανισμοί των υποχρεωτικών επιστροφών, καθώς «το clawback και το rebate αποτελούν οριζόντια φοροεισπρακτικά, αναχρονιστικά μέτρα, που λειτουργούν τιμωρητικά προς τον κλάδο και αποτρεπτικά προς την προσέλκυση επενδύσεων από τις φαρμακοβιομηχανίες».