Στο «ραντάρ» των διεθνών funds δείχνουν να έχουν επιστρέψει οι συστημικές τράπεζες, στη βάση των θετικών μακροοικονομικών δεδομένων που απορρέουν ακόμη από τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, στο ότι έχουν αφήσει πίσω τους το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών της εξυγίανσης και στην επερχόμενη διαδικασία αποεπένδυσης του ΤΧΣ.
Πέραν αυτών ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον αρχίζει να συγκεντρώνει και η σταδιακή εγκαθίδρυση των μετοχών των τεσσάρων συστημικών στις επιλογές των χαρτοφυλακίων με πιο μακρύ ορίζοντα τοποθετήσεων, με σημαντική συμβολή των ξένων επενδυτικών οίκων στη διαδικασία προβολής και ενίσχυσης του εγχώριου επενδυτικού «story».
Σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr, ένας εκ των ισχυρότερων αμερικανικών οίκων, η JP Morgan, συντόνισε, προσκάλεσε και έφερε στην Ελλάδα πελάτες της από τις Fidelity (υπό διαχείριση κεφάλαια σε μετοχές ύψους 1,99 τρισ. δολαρίων), T. Rowe Price (υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 712 δισ. δολαρίων σε αγορές μετοχών), Balyasny (υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 15,7 δισ. δολαρίων) και Hermes (υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 624 δισ. δολαρίων), πραγματοποιώντας συναντήσεις τόσο με τις διοικήσεις των τραπεζών, όσο και με κυβερνητικούς παράγοντες.
Όπως επισημαίνουν πηγές με γνώση των διαδικασιών, τα ανωτέρω funds φαίνεται να «βολιδοσκοπούν» εντόνως τις εγχώριες τράπεζες, ώστε να προβούν σε εκ νέου τοποθετήσεις ως προς αυτές, βασιζόμενα στη σταδιακή βελτίωση του εγχώριου επενδυτικού κλίματος.
Αυτό συνάδει και με τα ερωτήματα που διατύπωσαν προς τις διοικήσεις των τραπεζών, εστιάζοντας περισσότερο στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, τον ρυθμό αύξησης των δανειοδοτήσεων και τον αντίκτυπο από την αύξηση των επιτοκίων, αποτυπώνοντας έτσι μια μεταστροφή του ενδιαφέροντος προς τις θετικές πτυχές του αφηγήματος και τη δυναμική επιστροφή των τεσσάρων συστημικών, εν αντιθέσει με το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, όπου τίθονταν ένα σενάριο περιορισμένης ανάπτυξης της άνω γραμμής, σημαντικής αύξησης των NPEs ή και περιορισμού στην ικανότητα διανομής μερισμάτων.
Επιπλέον, το risk - reward φαίνεται θετικό, δεδομένων των πιεσμένων αποτιμήσεων, ιδίως ενόψει της συνεχιζόμενης βελτίωσης των θεμελιωδών τους θέσεων (και της συσσώρευσης κεφαλαίων), της πιθανής επιστροφής της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023 και της επερχόμενης αποεπένδυσης των συμμετοχών του ΤΧΣ.
Ως προς το τελευταίο, η JP Morgan σημείωσε πρόσφατα πως η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου θα οδηγήσει τις ελληνικές τράπεζες σε πλήρη ιδιωτικοποίηση, γεγονός που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Εθνική Τράπεζα (στο 40,39% το ποσοστό του ΤΧΣ) και την Τράπεζα Πειραιώς (στο 27% το ποσοστό του ΤΧΣ), δεδομένου του σημαντικού μεγέθους των συμμετοχών του Ταμείου, αυξάνοντας δυνητικά το free float (ελεύθερη διασπορά) των μετοχών και στηρίζοντας το σκέλος της ρευστότητας, παρά το όποιο βραχυπρόθεσμο πλεόνασμα μετοχών μπορεί να προκληθεί στην αγορά (stock overhang).
Βέβαια, το ενδιαφέρον των χαρτοφυλακίων στράφηκε και στη διεξαγωγή των επερχόμενων εθνικών εκλογών, καθώς φαίνεται να αποτελεί μια αυξημένη πηγή ρίσκου. Από την άλλη, η συζήτηση που «άναψε» γύρω από τις πιθανές επιπτώσεις υπό το πλαίσιο των δράσεων - δια χειρός υπουργείου Οικονομικών - που θα πρέπει να αναλάβουν οι ελληνικές τράπεζες για τη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων (βρέθηκε στο επίκεντρο τον Δεκέμβριο), έχει πλέον καταλαγιάσει σε ένα βαθμό.
Να σημειωθεί πως από τις αρχές του 2023, οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχουν υπεραποδώσει σημαντικά έναντι του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών (5,3%), με τον τίτλο της Τράπεζας Πειραιώς να έχει καταγράψει άνοδο 19,61% (αντίσταση στα 1,77 και τα 1,85 ευρώ, διάσπαση των οποίων μπορεί να «ξεκλειδώσει» μία κίνηση προς τα 2,17 ευρώ), της Alpha Bank 15,6% (πρώτη αντίσταση πλέον στα 1,21 ευρώ με πιο μακροπρόθεσμο στόχο τα 1,43 ευρώ), της Eurobank 11,56% (διάσπαση της αντίστασης των 1,18 - 1,21 ευρώ μπορεί να ενεργοποιήσει μία κίνηση προς τα 1,36 ευρώ) και της Εθνικής Τράπεζας 9,69% (αντίσταση στα 4,30 ευρώ και στα 4,77 ευρώ, με πρώτη στήριξη στα 4 ευρώ και επόμενη στα 3,78 ευρώ).
Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με εκτιμώμενο δείκτη ενσώματης λογιστικής αξίας (TBV) στο 0,55x για το 2023 ως σύνολο και εξακολουθούν να βρίσκονται υπό ένα discount της τάξεως του 22% έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών τραπεζών (ενσωματώνοντας ουσιαστικά ένα κόστος ιδίων κεφαλαίων 16% έναντι 12% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες).