Σε ένα πολύ ισχυρό α΄ εξάμηνο από πλευράς εσόδων και κερδοφορίας, οδηγεί τις ελληνικές τράπεζες η αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που ενσωματώνεται στην πορεία των μετοχών τους και στις προβλέψεις των ξένων οίκων.
Χθες, ο τραπεζικός δείκτης οδήγησε την άνοδο στο Χρηματιστήριο, καταγράφοντας κέρδη 4,04% (Τρ. Πειραιώς +6,10%, Eurobank +4,82%, Alpha Bank +3,39%, Εθνική Τράπεζα +2,49%), καθώς ανεξάρτητα από τον παράγοντα της επενδυτικής βαθμίδας που θα ωφελήσει τις τράπεζες - όποτε ανακτηθεί, εντός του 2023 ή στις αρχές του 2024 -, η άνοδος των επιτοκίων αφήνει ήδη απτά και εντυπωσιακά τα οφέλη της.
Σε χθεσινή έκθεσή της για τις ελληνικές τράπεζες, η HSBC προβλέπει υψηλότερα των εκτιμήσεων επιτοκιακά έσοδα το α΄ εξάμηνο και κέρδη αυξημένα κατά 41% στο σύνολο της χρονιάς, 11% υψηλότερα από το consensus της αγοράς, τα οποία δεν έχουν ακόμη τιμολογηθεί στις μετοχές των τραπεζών. Η «ένεση» εσόδων και κερδών από την αύξηση των επιτοκίων είναι προφανής για τις ελληνικές τράπεζες αν δει κανείς την εξέλιξη του επιτοκιακού περιθωρίου.
Από 3,86% που ήταν το μέσο επιτοκιακό περιθώριο καταθέσεων και χορηγήσεων το τρίτο τρίμηνο του 2022 και 4,96% το τέταρτο τρίμηνο, η ψαλίδα άνοιξε στο 5,24% τον Ιανουάριο του 2023 και στο 5,36% τον Φεβρουάριο (στο 5,34% για υφιστάμενα δάνεια και καταθέσεις). Ωστόσο, με την ΕΚΤ να προετοιμάζεται να κατεβάσει ταχύτητα στις αυξήσεις επιτοκίων, φρενάροντας μαλακά πριν ο στόχος για τον πληθωρισμό του 2% συγκρουστεί μετωπικά με την ανάπτυξη, οι τράπεζες θα αναγκαστούν να κατεβάσουν επίσης τον πήχη για τα επιτοκιακά υπερκέρδη.
Είναι ενδεικτικό ότι η HSBC στην έκθεσή της, εκτιμά ότι το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα είναι ο τελευταίος ισχυρός γύρος κερδοφορίας για τις ελληνικές τράπεζες και μετά την προβλεπόμενη άνοδο κερδών κατά 41% το 2023, τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών θα μειωθούν κατά 22% το 2024. Το ζητούμενο, επομένως, για τις ελληνικές τράπεζες εφεξής θα είναι να επιτύχουν μια διατηρήσιμη κερδοφορία, η οποία αφενός, θα είναι η ασπίδα τους απέναντι σε κρίσεις όπως η πρόσφατη στις μικρές αμερικανικές τράπεζες και στην ελβετική Credit Suisse και αφετέρου, θα είναι η δύναμη πυρός ώστε να τροφοδοτούν με τις αναγκαίες χρηματοδοτήσεις την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Οι ισορροπίες που πρέπει να επιτύχουν οι ελληνικές τράπεζες για να κερδίσουν το στοίχημα της διατηρήσιμης κερδοφορίας, αποτυπώνονται στις επισημάνσεις του Διοικητή της ΤτΕ στην πρόσφατη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις, από τη μία πλευρά, οι κυριότεροι παράγοντες που αναμένεται να ενισχύσουν τους δείκτες κερδοφορίας των τραπεζών το προσεχές διάστημα είναι:
- η άνοδος των επιτοκίων, μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους,
- η ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην Επενδυτική Κατηγορία με τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού, - η συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης με αξιοποίηση των πόρων του NextGenerationEU,
- η συγκράτηση των λειτουργικών εξόδων μέσω επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, καθώς και
- η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες σε δραστηριότητες πέραν των πιστοδοτήσεων, όπως ασφαλιστικά προϊόντα, διαχείριση περιουσίας κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο:
- τυχόν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου λόγω της αύξησης των επιτοκίων, παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομίας,
- σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από τις αγορές, σε μια περίοδο όπου επίκειται αυξημένη εκδοτική δραστηριότητα εκ μέρους των τραπεζών για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum requirement for own funds and eligible liabilities ‒ MREL), αναμένεται να επιδράσουν αρνητικά στους δείκτες κερδοφορίας.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες της ΕΕ στις οποίες τα περισσότερα δάνεια χορηγούνται με κυμαινόμενο επιτόκιο (Αυστρία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβενία και Φινλανδία), συνεπώς ο αντίκτυπος των αυξήσεων επιτοκίων είναι πολύ πιο ορατός στα επιτοκιακά περιθώρια και συμβάλλει εντονότερα στα επιτοκιακά έσοδα από χώρες «σταθερού επιτοκίου» όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία.