Σημαντικά περιθώρια ανόδου για τη μετοχή της Eurobank θέτει η J.P. Morgan, αναγνωρίζοντας πως η εξαγορά επιπλέον ποσοστού της τάξεως του 7,2% (29.710.012 μετοχές), στην Ελληνική Τράπεζα, φτάνοντας έτσι στο 55,3% και εν αναμονή της έγκρισης των ρυθμιστικών αρχών που θα την καθιστά πλέον ως θυγατρική του ομίλου, θα λειτουργήσει ως θετικός «καταλύτης» για τη συστημική τράπεζα.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο αμερικανικός οίκος αυξάνει σημαντικά την τιμή στόχο για τη μετοχή της Eurobank στα 2,60 ευρώ από 2,25 ευρώ προηγουμένως, με σύσταση «overweight».
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η εξαγορά ενισχύει την ήδη υπάρχουσα θέση - θυγατρική της Eurobank με υψηλής ποιότητας franchise λιανικής και επιτρέπει στον όμιλο να αξιοποιήσει τα πλεονάζοντα κεφάλαιά του με έναν οικονομικά ενισχυτικό τρόπο, ενισχύοντας τον ισολογισμό του κατά 20% περίπου, αυξάνοντας τα EPS για το 2025 κατά 8% και βελτιώνοντας τον κανονικοποιημένο δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) κατά 1% στο 13%, με το τρέχον ποσοστό συμμετοχής στο 55,3% (12% προσαύξηση στα EPS και αύξηση του δείκτη ROTE κατά 1,5% με την παραδοχή για τελικό ποσοστό στο 70%).
Η Ελληνική Τράπεζα αποτελεί μια κορυφαία τράπεζα στην Κύπρο με μερίδιο αγοράς της τάξεως του 26% και του 30% σε δάνεια και καταθέσεις αντίστοιχα και με ιδιαίτερα ισχυρή θέση στο σκέλος του retail και συμπληρωματικά με την υφιστάμενη Eurobank Κύπρου, η οποία διαθέτει μικρότερο franchise με επίκεντρο τις επιχειρήσεις. Η τράπεζα προσφέρει σταθερές λειτουργικές μετρήσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας πολύ ισχυρής θέσης χρηματοδότησης και ρευστότητας (39% LDR και 499% LCR), ισχυρούς δείκτες εποπτικών κεφαλαίων (20,8% CET1) και ένα ισχυρό προφίλ κερδοφορίας (23,9% ROTE στο πρώτο εξάμηνο επωφελούμενο από τα υψηλότερα επιτόκια).
Σύμφωνα με τη JP Morgan, η εξαγορά αναμένεται να ενισχύσει τον ισολογισμό της Eurobank κατά 20%, προσθέτοντας 16 δισ. ευρώ νέες καταθέσεις, 6 δισ. ευρώ δάνεια και 6 δισ. ευρώ σε στοιχεία ενεργητικού (RWAs), με την εγχώρια συστημική τράπεζα να προσθέτει μια κορυφαία μονάδα με επίκεντρο τη λιανική αγορά στη μικρότερη κυπριακή αγορά και διαφοροποιώντας περαιτέρω τη δομή του ομίλου. Η επίπτωση στα κεφάλαια είναι 230 μονάδες βάση μέσω της ενοποίησης των νέων RWAs ύψους 6 δισ. ευρώ, αν και το καθαρό κόστος κεφαλαίου αναμένεται να αυξηθεί στις 100 - 150 μονάδες βάσης, λαμβάνοντας υπόψη το αρνητικό goodwill.
Ο οίκος δε βλέπει κανένα κίνδυνο ως προς τον προγραμματισμό της διανομής μερισμάτων, ενώ η εκτίμησή του για το μέρισμα αυξάνεται σύμφωνα με την εκτιμώμενη αύξηση των κερδών ανά μετοχή, με τη μερισματική απόδοση την περίοδο 2024 - 2025 στο 6%, υποθέτοντας ένα payout ratio στο 30%. Ο εκτιμώμενος δείκτης CET1 για το 2025 βρίσκεται σε πολύ άνετα επίπεδα, στο 17,1%.
Η Eurobank διαπραγματεύεται με δείκτη P/E στο 4,8x για το 2025 (από 5,2x πριν της Ελληνικής Τράπεζας), που ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τον μέσο όρο των ελληνικών τραπεζών και με disount 30% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών στο 7χ, το οποίο η J.P. Morgan εκτιμά ότι δεν είναι απαιτητικό για το υψηλής ποιότητας και διαφοροποιημένο franchise του ομίλου καθώς και τις ισχυρές προοπτικές κερδοφορίας.