Με δύο βασικούς στόχους, την επίτευξη ικανοποιητικής πιστωτικής επέκτασης και την συνέχιση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με προοπτική μείωση του δείκτη ΜΕΔ στο 3% το 2025, διαμορφώνουν τα νέα business plans τους οι τράπεζες. Ο SSM έχει έρθει στην Αθήνα δύο φορές για να συζητήσει με τις τράπεζες επί των στόχων των business plans και θα έρθει μία τρίτη, στις αρχές Φεβρουαρίου, για την οριστικοποίησή τους.
Μετά την επενδυτική βαθμίδα και από την Fitch την 1η Δεκεμβρίου, οι διοικήσεις των τραπεζών εξετάζουν χαλάρωση των υπερσυντηρητικών στόχων των επιχειρησιακών σχεδίων τους στο σκέλος της πιστωτικής επέκτασης, χωρίς ωστόσο να διακυβεύεται η παράλληλη περαιτέρω μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, με στόχο δείκτη ΜΕΔ στο 3% το 2025. Η συζήτηση εντός των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών επισημαίνει ότι το 2024 θα είναι μια πιο δύσκολη χρονιά από πλευράς επιτοκιακών εσόδων, τα οποία δεν θα συνεχίζουν να βγαίνουν άκοπα από τα υψηλά επιτόκια. Έτσι, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια με την πιστωτική επέκταση που μέχρι στιγμής βαίνει ασθμαίνουσα (τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ για τον μήνα Οκτώβριο δείχνουν αρνητική πιστωτική επέκταση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά), σε αντίθεση με την υπόλοιπη ευρωζώνη όπου παρά την ακρίβεια, υπάρχει θετικό credit expansion.
Με δεδομένο ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά και το 2024 (σ.σ. εκτιμάται ότι η ΕΚΤ θα προβεί σε μειώσεις από τα μέσα του έτους – ή και από τον Απρίλιο, κατά τους πιο αισιόδοξους -, ωστόσο η αποκλιμάκωση δεν προβλέπεται ταχεία) ανακόπτοντας την ζήτηση για δάνεια, στις συζητήσεις των τραπεζιτών τίθεται και η προοπτική χαλάρωσης των κριτηρίων δανειοδότησης. Μία χαλάρωση που θα αποτελεί κυρίως αλλαγή των κριτηρίων δανειοδότησης, αφού σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να χαλαρώσουν τα πιστοδοτικά κριτήρια με τα οποία αξιολογείται η ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώνουν ομαλά το δάνειο τους.
Εκείνο που συζητείται, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει κοινά αποδεκτό εντός των ΔΣ των τραπεζών, είναι να βελτιωθούν τα κριτήρια δανειοδότησης, ώστε να δοθούν κίνητρα για αύξηση της ζήτησης δανείων. Στο πλαίσιο αυτό π.χ., στη στεγαστική πίστη θα μπορούσε να αυξηθεί το ύψος του χορηγούμενου δανείου συγκριτικά με το εισόδημα του δανειολήπτη ή να επεκταθεί χρονικά η χορήγηση καταναλωτικών δανείων. Σήμερα, τα στεγαστικά δάνεια χορηγούνται με δείκτη loan to value στο 30%, που σημαίνει πρακτικά ότι η μηνιαία δόση του δανείου δεν πρέπει να ξεπερνάει το 1/3 του μηνιαίου εισοδήματος του δανειολήπτη. Εκτιμάται ότι με τα νέα δεδομένα μετά την επενδυτική βαθμίδα, τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας, την προβλεπόμενη μείωση της ανεργίας και την αύξηση του βασικού μισθού, ο δείκτης LTV θα μπορούσε να ενισχυθεί στο 40%. Όσο για τα καταναλωτικά δάνεια, σήμερα χορηγούνται από τις τράπεζες με χρονικό ορίζοντα 2 – 3 ετών και αυτός θα μπορούσε να αυξηθεί στα 5 – 7 χρόνια.
Σημειώνεται, πάντως, ότι ο Δεκέμβριος αναμένεται «δυνατός» για τα δάνεια των τραπεζών, με αύξηση της πιστωτικής επέκτασης όχι μόνο παραδοσιακά λόγω τέλους έτους, αλλά και χάρη σε κάποια δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που ωρίμαζαν εδώ και έξι μήνες. Επίσης, επειδή έχουν σταματήσει οι πρόωρες αποπληρωμές επιχειρηματικών δανείων.
Η υψηλή ζήτηση για τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς υπάρχει μεγάλος αριθμός υπογεγραμμένων συμβάσεων σε αναμονή για εκταμίευση, αλλά και η παύση των πρόωρων αποπληρωμών επιχειρηματικών δανείων, αναμένεται να λειτουργήσουν υπέρ της ενίσχυσης της πιστωτικής επέκτασης το 2024. Στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται να λειτουργήσει η ενεργειακή μετάβαση, καθώς αναμένεται αύξηση δανείων για ανακαινίσεις ακινήτων προκειμένου να βελτιωθεί η ενεργειακή τους κλάση. Επιπλέον, την πιστωτική επέκταση εκτιμάται ότι θα βοηθήσει και η ισχυρή δυναμική στην αγορά ακινήτων, καθώς διατηρείται η ανοδική πορεία των τιμών κατά 14% στο εννεάμηνο φέτος, ύστερα από ετήσια αύξηση 12% στο 2022.
Ο μείζων στόχος της αύξησης της πιστωτικής επέκτασης θα συμβαδίσει με την δέσμευση των τραπεζών για περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2023 το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 12,7 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 3,8% ή 501 εκατ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,2 δισ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού σε ατομική βάση. Σημειώνεται ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 88,1% ή 94,5 δισ. ευρώ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2023 διαμορφώθηκε σε 8,6%, έναντι 8,7% στο τέλος του 2022. Επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μια εξ αυτών να είναι κάτω από 5%.