Σε επί τα βελτίω αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για τις συστημικές τράπεζες προχώρησε η Eurobank Equities, επισημαίνοντας πως τα επίπεδα στα οποία διαπραγματεύονται οι μετοχές τους, δεν αντικατοπτρίζουν το βιώσιμο πλαίσιο των δεικτών απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE.
Η Χρηματιστηριακή διατηρεί τη σύσταση «buy» για τις τρεις εκ των τεσσάρων συστημικών (δεν αξιολογεί τη Eurobank) αυξάνοντας την τιμή στόχο στα 2,41 ευρώ, από 2,23 ευρώ για την Alpha Bank, στα 10,37 ευρώ από 8,25 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και στα 5,40 από 4,66 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς (κορυφαία επιλογή της Eurobank Equities - ισχυρό track record σε επίπεδο εκτέλεσης του business plan και ελκυστικού προφίλ «risk - reward»).
Όπως επισημαίνει, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών ξεκίνησαν αρκετά δυναμικά το 2024 (μέχρι το Φεβρουάριο) κλείνοντας το χάσμα αποτίμησης έναντι των τραπεζών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στη βάση των υψηλών και θεαματικών επιπέδων κερδοφορίας που κατέγραψαν το 2023 (προσαρμοσμένος δείκτης ROTE στο 16%), την επιτυχή εξυγίανση των ισολογισμών τους (δείκτης NPE στο 4% περίπου) και τη βελτιωμένη εμπορευσιμότητα με τα placements από την πλευρά του ΤΧΣ.
Ωστόσο, τον Μάρτιο υποαπέδωσαν σημαντικά, με τη σχετικό discount ως προς το δείκτη P/TBV για το 2024 να διευρύνεται στο 20% περίπου (και το discount στη βάση του δείκτη P/E να φτάνει σε πιο ακόμη πιο υψηλά επίπεδα) λόγω των ανησυχιών σχετικά με την ευαισθησία τους στον επερχόμενο κύκλο μείωσης των επιτοκίων και την αβεβαιότητα ως προς το επίπεδο των χρηματικών διανομών (εν αναμονή της έγκρισης από τον SSM).
Προσφάτως, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών ανταποκρίθηκαν εν μέρει στην ανοδική κίνηση των ευρωπαϊκών, αλλά εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με discount που ξεπερνά το 20%. Επομένως, το «story» του κλάδου εξακολουθεί να είναι άκρως ελκυστικό, με τα χαμηλά επίπεδα αποτιμήσεων σε συνδυασμό με: 1) την πρόβλεψη για δείκτες ROTE στο 14% - 12% το 2024 - 2026 (επίπεδα άνω του 12% για τις τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας), 2) τις υψηλότερες προοπτικές γύρω από την πιστωτική επέκταση έναντι των ευρωπαϊκών ομοτίμων (μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό), 3) την επιμελή διαχείριση κόστους, 4) τη βελτιωμένη δημιουργία προμηθειών, 5) τις αντισταθμίσεις σε επίπεδο καταθέσεων και 6) τις φθίνουσες προβλέψεις, οι οποίες αναμένεται να αντισταθμίσουν την όποια αποκλιμάκωση των καθαρών εσόδων από τόκους.
Στο κυρίαρχη θέμα των μερισμάτων, η Χρηματιστηριακή αναμένει πως η συσσώρευση της πλεονάζουρας ρευστότητας και των κεφαλαίων, που ξεπέρασε τα 4 δισ. ευρώ το 2023, θα επιτρέψει τις διανομές επί των κερδών για τη χρήση του 2023 στο 10% - 20% το 2024 και έως 50% έως το 2025, παράλληλα με την προοπτική ενεργοποίησης προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων.
Για το πρώτο τρίμηνο, η Χρηματιστηριακή αναμένει ένα «δυνατό» σετ αποτελεσμάτων, με τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων να διαμορφώνονται στα 1,29 δισ. ευρώ, μόλις 1% χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα ρεκόρ του τετάρτου τριμήνου του 2023. Οι απώλειες αντιστάθμισης σε επίπεδο καταθέσεων, το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης και η εποχικά ήπια πιστωτική επέκταση είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πτώση κατά 3% σε τριμηνιαία βάση στα καθαρά έσοδα από τόκους, μια αρκετά ισχυρή απόδοση δεδομένου του πολύ δυνατού τετάρτου τριμήνου του 2023, που αναμένεται να αντισταθμιστούν εν μέρει από το χαμηλότερο λειτουργικό κόστος (σε τριμηνιαία βάση) και μια ελαφρά ανοδική κίνηση στο κόστος κινδύνου (στις 76 μονάδες βάσης, +5 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση, ευθυγραμμίζεται με το guidance για φέτος). Ευρύτερα, αναμένει προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη της τάξεως των 851 εκατ. ευρώ, που μεταφράζεται σε προσαρμοσμένο δείκτη ROTE (μετά το πέρας της πληρωμής κουπονιού AT1) της τάξης του 16%, ξεπερνώντας το guidance των διοικήσεων στις περισσότερες περιπτώσεις.
Ο αναλυτής της Eurobank Equities αύξησε τις εκτιμήσεις της για τα προσαρμοσμένα EPS (κέρδη ανά μετοχή) για το 2024 - 2025 κατά 3%, ώστε να λάβει υπόψη τις τάσεις του πρώτου τριμήνου. Εισάγοντας DFR στο 3,8% - 2,8% - 2,5% για το 2024 - 2026, χαμηλότερη μετατόπιση προς τις προθεσμιακές καταθέσεις (υψηλό στο 33% το 2024) και beta καταθέσεων στο 20% το 2024, αναμένει μείωση κατά 2% και 8% περίπου στα καθαρά έσοδα από τόκους για το 2024 - 2025 και αύξηση κατά 1% το 2026 που αντιστοιχεί σε NIM στο 2,6% - 2,4% - 2,4% αντίστοιχα.
Επιπλέον, αναμένει ακόμα σταθερή δημιουργία προμηθειών με CAGR (μέσος ετήσιος ρυθμος αύξηση) της τάξεως του 7% για το 2023 - 2026, ενισχυμένη από τα ισχυρά μακροοικονομικά δεδομένα και το asset management, με το λειτουργικό κόστος να παραμένει υπό έλεγχο (δείκτη κόστους προς έσοδα στο εύρος του 35% - 38%). Επιπλέον, το κόστος κινδύνου αναμένεται να μειωθεί σταδιακά (στο 0,58% έως το 2026), αντανακλώντας τις βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού.
Η Χρηματιστηριακή υποστηρίζει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να κινηθούν αποτελεσματικά στις μειώσεις των επιτοκίων, καθώς προετοιμάζονται για βιώσιμα επίπεδα ROTE άνω του 10% - 13% μετά το 2025 (και 11% - 16% το 2024).