Το τεράστιο μέγεθος της ελληνικής ναυτιλίας αναδεικνύει ανάλυση της Mckinsey & Company που εξετάζει την δύναμη του ελληνόκτητου στόλου αλλά και της ευκαιρίες για τη χώρα μας ώστε να επεκταθεί ακόμη περισσότερο το αποτύπωμα του κλάδου στην ελληνική οικονομία.
Η ανάλυση της Mckinsey δείχνει ότι η ελληνική ναυτιλία παράγει περίπου 40 δισ. δολάρια σε ετήσια μικτά έσοδα. Ο τομέας είναι αρκετά μεγάλος: περισσότερες από 20 ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες με συνολική κεφαλαιοποίηση άνω των 9 δισ. δολαρίων είναι εισηγμένες σε ξένες κεφαλαιαγορές, ενώ πάνω από 200.000 ξένοι ναυτικοί εργάζονται σε ελληνόκτητα πλοία. Ο κλάδος περιλαμβάνει επίσης περισσότερες από 750 εταιρείες διαχείρισης πλοίων, από τις οποίες περίπου 100 διαχειρίζονται περισσότερα από δέκα πλοία.
Συγκεκριμένοι τομείς είναι εδώ και χρόνια συνώνυμοι με την ελληνική ναυτιλία. Σύμφωνα με την Clarksons, η Ελλάδα ελέγχει το μεγαλύτερο στόλο δεξαμενόπλοιων και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στον κόσμο με βάση τη χωρητικότητα. Διαθέτει επίσης τον δεύτερο μεγαλύτερο στόλο χύδην ξηρού φορτίου (bulkers) και υγραερίου. Η ανάλυσή της Mckinsey για τις ναυτιλιακές κινήσεις και τις εμπορικές ροές υποδηλώνει ότι περίπου το 40% του αργού πετρελαίου που εισάγεται στην Ευρώπη μέσω θαλάσσης μεταφέρεται από ελληνικά τάνκερ.
Η συμβουλευτική υπολογίζει ακόμη ότι ο ελληνικός ναυτιλιακός τομέας συνεισφέρει περίπου 14 δισ. δολάρια σε αξία στην εγχώρια αγορά και δημιουργεί περίπου 150.000 θέσεις εργασίας, άμεσα και έμμεσα μέσω ναυτιλιακών δραστηριοτήτων (θέσεις εργασίας ως ναυτικοί στη θάλασσα και χερσαία στη διαχείριση πλοίων και το ευρύτερο ναυτιλιακό cluster), επανεπένδυση ναυτιλιακού κεφαλαίου σε άλλους τομείς (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, των μέσων ενημέρωσης, του αθλητισμού, της ενέργειας, και της ακίνητης περιουσίας) και της κοινωνικής συνεισφοράς (επενδύσεις και φιλανθρωπία).
Στην ίδια ανάλυση σημειώνεται πως η συμβολή του κλάδου δεν σταματά μόνο στον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, αλλά επεκτείνεται στη σχετική αξία αυτών των θέσεων εργασίας, καθώς πολλές είναι καλά αμειβόμενες θέσεις.
«Η διεθνής ναυτιλιακή βιομηχανία διατηρεί ένα ισχυρό σύμπλεγμα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων ναυπηγείων, χρηματιστηριακών γραφείων, δικηγορικών γραφείων, τραπεζών και παρόχων τεχνολογίας, μεταξύ άλλων, με θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τη ναυτιλία και προσφέρουν υψηλές αμοιβές», αναφέρει η ανάλυση της Mckinsey.
Νέες ευκαιρίες
Από τα παραπάνω φαίνεται πως η χώρα μας είναι ήδη μια ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη. Ωστόσο, οι αναλυτές της Mckinsey κατά την έρευνά τους και πραγματοποιώντας συνεντεύξεις με παράγοντες του κλάδου διαπιστώνει πρόσθετες ευκαιρίες για την περαιτέρω ανάπτυξη του ναυτιλιακού τομέα.
«Για παράδειγμα, συλλογικά, ο κλάδος θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να αναλάβει σε μεγαλύτερο βαθμό της διαχείριση ξένων πλοίων. Η Αθήνα είναι το μεγαλύτερο κέντρο διαχείρισης πλοίων παγκοσμίως, ελέγχει περισσότερα από 5.000 ποντοπόρα πλοία, το 90% των οποίων είναι ελληνικής ιδιοκτησίας. Δηλαδή μόλις περίπου 500 πλοία, το 10%, ανήκουν στο εξωτερικό. Συγκριτικά, περισσότερο από το 70 τοις εκατό των πλοίων που διαχειρίζονται από τη Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ είναι ξένης προέλευσης», σημειώνεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με την ανάλυση θα μπορούσε επίσης να αναπτυχθεί παραπάνω η ναυπηγοεπισκευή, ώστε η χώρα μας να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά επισκευής πλοίων που διέρχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Ένας τρίτος τομέας που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου είναι η ναυτιλιακή τεχνολογία και η ψηφιοποίηση. Η απανθρακοποίηση αποτελεί μια ακόμη ευκαιρία.