Είναι ο πρώτος κλάδος που αποφάσισαν να διασώσουν οι τράπεζες, ένα εγχείρημα που μέχρι τώρα κρίνεται επιτυχημένο.
Ο λόγος για τις εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας, ένας από τους βασικούς εξαγωγικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας. Μετά την εξυγίανση της Σελόντα και του Νηρέα, στον νέο εθνικό πρωταθλητή μπαίνει και ο Δίας Ιχθυοκαλλιέργειας.
Χτες το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ενέκρινε την απορρόφηση της ΔΙΑΣ Ιχθυοκαλλιέργειεςαπό τη Σελόντα έναντι 69,3 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο της συμφωνίας εξυγίανσης που είχαν καταθέσει προς έγκριση οι δανείστριες τράπεζες της εταιρείας.
Μεταξύ των τραπεζών που κατέχουν δάνεια της ΔΙΑΣ περιλαμβάνονται η Eurobank, η Alpha Bank, η Εθνική και η Πειραιώς. Η συμφωνία αναδιάρθρωσης προβλέπει τη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της εταιρείας ποσού 69,280 εκατ. ευρώ ως εισφορά σε είδος στην εταιρεία Ιχθυοτροφεία Σελόντα καθώς και τμήματος του παθητικού της, ποσού 29,593 εκατ. ευρώ και σε επίπεδο ομίλου παθητικό ποσού 48 εκατ. ευρώ.
Η συμφωνία προβλέπει, ότι ποσοστό 81,95% του συνόλου των υποχρεώσεων της ΔΙΑΣ, το οποίο δεν θα μεταβιβαστεί στη Σελόντα θα καλυφθεί με την απόκτηση από τις πιστώτριες τράπεζες και τους λοιπούς πιστωτές της εταιρείας μετοχών της εταιρείας Ιχθυοτροφεία Σελόντα, τις οποίες θα αποκτήσει η ΔΙΑΣ κατά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Σελόντα.
Ειδικότερα, για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης η Σελόντα θα προχωρήσει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου ποσού 12,4 εκατ. ευρώ με παραίτηση από το δικαίωμα προτίμησης των παλαιών μετόχων και έκδοση 41.261.980 νέων μετοχών ονομαστικής αξίας 0,30 ευρώ ανά μετοχή υπέρ της Δίας.
Τα σχέδια
Τα επόμενα βήματα για το νέο υπερόμιλο που δημιουργείται (ακούγεται ότι σύντομα θα περάσει εκεί και οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες), εκτός από την χρηματοοικονομική εξυγίανση που ήταν το πρώτο στάδιο, το δεύτερο είναι η βελτίωση της παραγωγής και της εμπορίας ώστε να επιτευχθεί το άνοιγμα νέων αγορών που θα εδραιώσει την Ελλάδα στην κορυφή της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι θα ακολουθήσει η πώληση του, σε ξένο fund ενώ εξετάζεται και η είσοδος του στο Χρηματιστήριο, όποτε και αν οι συνθήκες κριθούν ότι είναι κατάλληλες.
Ήδη για την εξαγορά του νέου εθνικού πρωταθλητή έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από διάφορας funds όπως π.χ. την Oaktree, την Υork Capital και την Rhone Capital.
Ήδη Σελόντα και Νηρέας, ένα χρόνο μετά την αναδιάθρωση τους, έχουν αρχίσει πλέον να ατενίζουν το μέλλον τους με αισιοδοξία, έχοντας την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία της υψηλής τιμής των ψαριών, να κάνουν οικονομίες κλίμακας και να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος έναντι της ανταγωνίστριας Τουρκίας, όντας πλέον χρηματοοικονομικά σωστά δομημένες.
Οι δύο εταιρείες αντιπροσωπεύουν περίπου το 55% της ελληνικής παραγωγής, ενώ πλέον στηρίζονται στο δικό τους cash flow.
Ενδεικτικό της θετικής πορείας που καταγράφουν ο είναι ότι ο Νηρέας, έκλεισε το 2015 με τζίρο 185 ευρώ, εκ των οποίων τα 150 εκατ ευρώ είναι εξαγωγές, ενώ για τη Σελόντα έκλεισε με τζίρο 130 εκατ ευρώ εκ των οποίων τα 100 εκατ. ευρώ αφορούν εξαγωγές.
Υψηλές προσδοκίες
Οι προσδοκίες για την ανάπτυξη του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών είναι υψηλές.
Δεν είναι τυχαίο πως από το 1981 που δημιουργήθηκαν οι πρώτες πειραματικές μονάδες ο κλάδος έφτασε το 2014 να παράγει 113.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακίου συνολικής αξίας 567 εκατ. Ειδικότερα το 2014, παρήχθησαν 71.000 τόνοι τσιπούρας αξίας 346,48 εκατ. ευρώ και 42.000 τόνοι λαβρακίου αξίας 220,5 εκατ. ευρώ.
Η χώρα μας διατηρεί την πρωτιά στην παραγωγή μεσογειακών ψαριών, καθώς παράγει το 65% τσιπούρας και λαβρακίου που εκτρέφεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και το 40% σε παγκόσμιο. Πρόκειται για τον πιο εξωστρεφή κλάδο ζωικής παραγωγής της χώρας και τον δεύτερο εξαγωγικό κλάδο αγροτικών προϊόντων μετά τα φρούτα και τα λαχανικά.
Οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες, όπως έδειξε και πρόσφατη έρευνα του Συνδέσμου Ελληνικών Ιχθυοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) έχουν τις δυνατότητες να διατηρήσουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους.
Αναγκαία, ωστόσο προϋπόθεση είναι να διπλασιάσουν την παραγωγή τους μέχρι το 2030, στους 235.000 τόνους και να ενισχύσουν περισσότερο την εξωστρέφειά τους (στο 85% - 90%), ανεβάζοντας τις εξαγωγές στους 200.000 τόνους με αξία άνω του 1 δισ. ευρώ.