Απίθανο θεωρείται το ενδεχόμενο οι Θεσμοί να ανοίξουν διάλογο με την ελληνική κυβέρνηση επί αθηναϊκού εδάφους για το ζήτημα της επαναδιαπραγμάτευσης των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αφενός έγκριση του Eurogroup, αφετέρου θα προϋπόθετε αλλαγή της υφιστάμενης ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Κομισιόν, μια ενδεχόμενη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ κατά 1% για την περίοδο από το 2019 έως το 2022 θα οδηγούσε, με αμετάβλητα τα λοιπά στοιχεία (ceteris paribus) σε υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερο από 25% έως το 2060. Σχηματικά η προβολή αυτή δείχνει πως εάν η Ελλάδα κατέγραφε αθροιστικά στην τετραετία πρωτογενές πλεόνασμα 10 δισ. ευρώ μικρότερο του αναμενόμενου, το χρέος της θα επιβαρυνόταν συνολικά κατά 45 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 38 χρόνια (έως το 2060).
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 5 Ιουνίου, εφόσον η Ελλάδα συμμορφωθεί πλήρως με τους στόχους του πρωτογενούς αποτελέσματος και εφαρμόσει πλήρως όλα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, τότε οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας θα κυμανθούν γύρω στο 10% του ΑΕΠ μέχρι το 2032. Στη συνέχεια, θα αρχίσουν να αυξάνονται με αργούς ρυθμούς και θα παραμείνουν γύρω στο 17% του ΑΕΠ έως το 2060. Στο βασικό αυτό σενάριο το ελληνικό χρέος θα παραμείνει πάνω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2048.