Τη σημασία της διασφάλισης συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης μετά την πρώτη «ώθηση» που θα προσφέρει η επιστροφή στην «κανονικότητα» του τουρισμού και η διάθεση των εμπροσθοβαρών κονδυλίων του Σχεδίου Ανάκαμψης σκιαγραφούν οι μέχρι στιγμής προβλέψεις του - υπό σύνταξη - Μεσοπρόθεσμού Προϋπολογισμού: βασίζεται σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 3,3% το 2025, έναντι 6,2% το 2022. Πάντως το οικονομικό επιτελείο θα έχει τελικά λίγο περισσότερο χρόνο για να οριστικοποιήσει τις προβλέψεις του αλλά και για τον σχεδιασμό της πολιτικής του.
Μέσα στον Ιούνιο και όχι εντός του Μαΐου θα γίνει τελικά, σύμφωνα με πληροφορίες, η κατάθεση στη Βουλή και στις Βρυξέλλες του Μεσοπρόθεσμου Προϋπολογισμού 2021-2025. Η αναβολή κατά μία εβδομάδα (για την προσεχή Τετάρτη 2/6), των συστάσεων της Επιτροπής για τους προϋπολογισμούς των κρατών - μελών (σ.σ. στην περίπτωση Ελλάδος θα ανακοινωθεί μαζί και η 10η αξιολόγηση της χώρας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας) δίνει αυτήν την «παράταση» χρόνου στην ελληνική πλευρά.
Το οικονομικό επιτελείο στο μεσοδιάστημα θα πρέπει να συνεκτιμήσει και τις τελευταίες εξελίξεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και το πραγματικό χρονολόγιο έλευσης των κονδυλίων της ΕΕ από το Σχέδιο Ανάκαμψης και από το ΕΣΠΑ. Αφού ακόμη τα τελευταία κράτη «παλεύουν» με το θέμα των ιδίων πόρων, ενώ μένει να φανεί αν θα τηρηθεί το «ραντεβού» στο Ecofin του Ιουνίου για την έγκριση του πρώτου πακέτου Σχεδίων Ανάκαμψης.
Το Μεσοπρόθεσμο θα περιγράφει τους στόχους για ανάπτυξη, έλλειμμα, χρέος και – κατά συνέπεια – θα «φωτογραφίζει» τα περιθώρια για μέτρα πολιτικής. Τα στοιχεία θα φτάνουν έως και το 2025, δηλαδή θα καλύπτουν ένα έτος επιπλέον σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στα τέλη Απριλίου στην Κομισιόν.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να «κλειδώσει» λοιπόν τους στόχους της μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Ευελπιστώντας και σε αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να υπάρξει το περιθώριο λήψης πρόσθετων παρεμβάσεων μόνιμου πλέον χαρακτήρα για τη μείωση των εισφορών και των φόρων, αλλά και για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων που επίσης μπορούν να τονώσουν την αναπτυξιακή διαδικασία.
Ρυθμιστής το ΑΕΠ
Καθοριστικής σημασίας ωστόσο θα είναι η πορεία της ανάπτυξης. Και το κατά πόσο αυτή θα είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία των προβλέψεων του ΥΠΟΙΚ που καταγράφονται στη Γνώμη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου πάνω στις μακροοικονομικές προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας, ο ρυθμός ανάπτυξης μετά από μία έκρηξη στο 6,2% το 2022 (σ.σ. λόγω των προκαταβολών και των κονδυλίων του Σχεδίου Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ αλλά και του rebound του τουρισμού από τη μεγάλη πτώση που προκαλεί η πανδημία), αναμένεται αρχικά να ισορροπήσει σε επίπεδα πάνω από το 4% (στο 4,4% το 2024), αλλά μετά να υποχωρήσει: υπολογίζεται το 2025 πως το ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμό συγκριτικά βραδύτερο, της τάξης του 3,3%.
Η αλλαγή «πτήσης» αυτή, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, συνδέεται κυρίως με το γεγονός ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης αναμένεται να είναι εμπροσθοβαρές. Δηλαδή πάνω από το 40% των κονδυλίων να έρθει την πρώτη διετία.
Αυτό σημαίνει μεν μεγάλη ώθηση τα πρώτα χρόνια στο ΑΕΠ (μέσα από μία άνοδο κατά 30,3% των επενδύσεων το 2022). Αλλά μετά, οι επενδύσεις θα αυξάνονται όλο και λιγότερο αφού θα πρέπει να συγκριθούν με μία «βάση» ήδη υψηλή.
Το 2025 θ έχει εκλείψει και η «τόνωση» που θα προσφέρει η επιστροφή του τουρισμού στα προ υγειονομικής κρίσης επίπεδα. Επίσης, έως και 2023 θα διενεργούνται δύο ΕΣΠΑ παράλληλα: το υφιστάμενο και το νέο. Κάτι το οποίο παραδοσιακά (σ.σ. στην αλλαγή της επταετίας) δίνει πρόσθετη ώθηση στο ΑΕΠ..
Η Ιδιωτική Κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,8% το 2024 και κατά 2,2% το 2025, η Δημόσια Κατανάλωση να μειωθεί κατά 0,5% το 2024 και να αυξηθεί κατά 0,5%, ο Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου από άνοδο 10,8% το 2024 να αυξηθεί κατά 7,4%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να έχουν άνοδο κατά 6,2% το 2024 και κατά 5,2% το 2025 (λόγω επαναφοράς του τουρισμού) και οι εισαγωγές αγαθών & υπηρεσιών να έχουν άνοδο 3,4% το 2024 και 3,5% το 2025. Γενικά, η μέση ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ εκτιμάται στο 3,83% περίπου, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και την ανάκαμψη των εξαγωγών. Από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο πάντως υπογραμμίζεται, η περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης από το 2022 έως το 2024, «παρά την αύξηση των σχετικών δημόσιων δαπανών που χρηματοδοτούνται από το Σχέδιο Ανάκαμψης, η οποία αντανακλά στοιχεία δημοσιονομικής προσαρμογής ενόψει της πιθανότητας άρσης της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τα επόμενα έτη».
Η επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων
Αρμόδιες πήγες, επισημαίνουν την έμφαση που δίδεται στην ανάγκη διασφάλισης βιώσιμης ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, μέσω μεταρρυθμίσεων. Εξηγούν ότι για αυτό δίνεται τόση μεγάλη έμφαση και μέσα από το Σχέδιο Ανάκαμψης των 30,5 δις ευρώ, αλλά και μέσα από το Σχέδιο Ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη που καλύπτει τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις.
Υπενθυμίζουν επίσης την επισήμανση του Klaus Regling κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Αθήνα, αναφορικά με τη σημασία των μεταρρυθμίσεων τόσο ώστε να υπάρχει «υγιής» απομείωση του χρέους (μέσω του παρανομαστή, δηλαδή του ΑΕΠ και όχι μέτρων λιτότητας). Σημειώνουν μάλιστα ότι ο επικεφαλής του ESM συνέδεσε το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης και της μείωσης του χρέους με μία άλλη παράμετρο: με την ενεργό γήρανση του πληθυσμού, η οποία θα βοηθήσει, με ανώδυνο τρόπο μαζί με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην αύξηση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές και έτσι στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος η οποία έχει δεχθεί πλήγμα φέτος από την πανδημία με βάση την τελευταία αναφορά του Aging Report της Κομισιόν.
Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Image