Αυξημένη περίπου κατά 40% θα είναι για φέτος η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης στην Ελλάδα, συγκριτικά με το 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (ΠΟΠΕΚ).
Όπως υπολογίζει η ΠΟΠΕΚ, οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης αναμένεται να διαμορφωθούν σε πάνω από 1,10 ευρώ ανά λίτρο στην Αττική, πάνω από 1,20 στην περιφέρεια και πάνω από 1,30 ευρώ το λίτρο στα νησιά, με αύξηση από πέρσι περίπου 40%.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ομοσπονδία επαναλαμβάνει το αίτημα της προς την κυβέρνηση για μείωση της φορολογίας στα καύσιμα.
Σημειώνεται πως νωρίτερα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκης ανέφερε ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μείωση στο ειδικό φόρο κατανάλωσης των καυσίμων.
Αναλυτικά, η ανακοίνωση της ΠΟΠΕΚ:
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (Π.Ο.Π.Ε.Κ.) ζήτησε από την κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα σε δραστική μείωση των φόρων στα καύσιμα για να αντισταθμιστούν επαρκώς οι τεράστιες καθημερινές αυξήσεις στην τιμή πώλησης των καυσίμων κίνησης και θέρμανσης –οι οποίες προφανώς πλέον δεν δείχνουν να είναι «παροδικές», καθώς για τους επόμενους μήνες του φετινού χειμώνα η διεθνής ζήτηση θα παραμείνει μεγαλύτερη από τη διαθεσιμότητα.
Ειδικά για το πετρέλαιο θέρμανσης το οποίο θα αρχίσει να διατίθεται τις επόμενες ημέρες με τιμές όπως όλα δείχνουν πάνω από 1,10 ευρώ στην Αττική, πάνω από 1,20 στην περιφέρεια και πάνω από 1,30 ευρώ το λίτρο στα νησιά, με αύξηση από πέρσι περίπου 40% (σε συνδυασμό με τις τρομακτικές αυξήσεις στο φυσικό αέριο), μαζί με τη διεύρυνση των εισοδηματικών κριτηρίων, είναι επιτακτική ανάγκη να μην ληφθούν υπόψιν και τα περιουσιακά κριτήρια, καθώς όπως διαμορφώνονται σήμερα οι τιμές, είναι ορατή η δραστική μείωση της κατανάλωσης και συνεπακόλουθα των φορολογικών εσόδων.
Η μείωση των φόρων στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης αποτελεί πάγιο και δίκαιο αίτημα όχι μόνο των πρατηριούχων καυσίμων, αλλά και των καταναλωτών, καθώς θα αποκαθιστούσε την αδικία για τους Έλληνες που πληρώνουν από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα:
- Θα μειώσει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς των προϊόντων βελτιώνοντας συνολικά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
- Θα επιτρέψει σε χιλιάδες νοικοκυριά να καλύψουν τις ανάγκες θέρμανσης με οικονομικό τρόπο τον χειμώνα.
- Θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.