«Δημοσιονομικές Μεταρρυθμίσεις στην Κατεύθυνση της Ενίσχυσης της Ποιότητας των Δημόσιων Οικονομικών» ήταν ο τίτλος διαδικτυακού workshop που διεξήχθη την Παρασκευή 8 Οκτωβρίου μεταξύ της ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με τη συμμετοχή του Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ, κ. Jeffrey Schlagenhauf, του Υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα, του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κ. Θόδωρου Σκυλακάκη, του Γενικού Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, κ. Αθανάσιου Πετραλιά και άλλων πολιτικών και υπηρεσιακών υψηλόβαθμων διεθνών ομιλητών, οι οποίοι συμμετείχαν διαδικτυακά.
Στόχος του workshop ήταν, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης του πρώτου σταδίου της μετάβασης σε προϋπολογισμό επιδόσεων, με την παρουσίαση για το σύνολο των φορέων Κεντρικής Διοίκησης προϋπολογισμού επιδόσεων για το 2022, να γίνει ενημέρωση για τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση και να αναδειχθεί η σημασία της τόσο για την ενίσχυση του κοινοβουλευτικού διαλόγου, όσο και για τη δημοσιονομική διαχείριση, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Κατά τον χαιρετισμό του, στο ξεκίνημα του workshop, o Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, κ. Jeffrey Schlagenhauf τόνισε την αξία του προϋπολογισμού επιδόσεων στη δημοσιονομική στρατηγική των χωρών του ΟΟΣΑ, τόσο σε επίπεδο διαφάνειας και αποτελεσματικότητας, όσο και σε επίπεδο αξιοπιστίας. Όπως είπε, η υιοθέτησή του εγγυάται ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή σε προβλήματα του παρελθόντος και οδηγεί στην ανάπτυξη ενός νέου ολοκληρωμένου, ξεκάθαρου και αποτελεσματικού στρατηγικού μοντέλου δημοσιονομικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, ο κ. Schlagenhauf εξήρε το έργο της Ελληνικής Κυβέρνησης προς την κατεύθυνση αυτή, επισημαίνοντας ότι η υιοθέτηση του προϋπολογισμού επιδόσεων αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη επένδυση για τη χώρα και την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής της. Όπως είπε, η οικονομική κρίση προσέφερε στην Ελλάδα μια σημαντική ευκαιρία να υιοθετήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον τομέα και να θέσει τις βάσεις για τον ευρύτερο εκσυγχρονισμό του οικονομικού της μοντέλου.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας, κατά την τοποθέτησή του, τόνισε:
«Το Υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο στον τομέα της διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών, υλοποιώντας μεταρρυθμίσεις όπως η επισκόπηση δαπανών και η σταδιακή καθιέρωση του προϋπολογισμού επιδόσεων, ενώ επιπλέον εργάζεται μεθοδικά για την ανάπτυξη ενός πλαισίου πράσινου προϋπολογισμού. Συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, τη βελτίωση των οικονομικών, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης και την επιτυχή αντιμετώπιση κάθε υφιστάμενης και μελλοντικής πρόκλησης».
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης ανέφερε τα εξής:
«Στη μετά-Covid εποχή, η σωστή χρήση των δημόσιων πόρων βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων για τον τρόπο κατανομής των χρημάτων του φορολογούμενου. Oι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους χρησιμοποιούνται σωστά και, το σημαντικότερο, ότι η σωστή χρήση τους αποφέρει αποτελέσματα. Ο προϋπολογισμός επιδόσεων μπορεί να προσφέρει το ιδανικό έδαφος για να συμβεί αυτό. Με την καθιέρωση της τακτικής αξιολόγησης της κυβερνητικής δράσης, ο προϋπολογισμός για τις επιδόσεις δημιουργεί τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους δείκτες, να γίνονται συγκρίσεις, για παράδειγμα μεταξύ νοσοκομειακών μονάδων ή αστυνομικών τμημάτων σε διαφορετικούς τομείς, ή να συγκρίνονται οι επιδόσεις σε χρονολογικές σειρές, για παράδειγμα στον τομέα της εκπαίδευσης από το ένα έτος στο άλλο. Έτσι, ο προϋπολογισμός επιδόσεων είναι, στην πραγματικότητα, μια ολοκληρωμένη, συστημική προσέγγιση στη δημόσια διαχείριση. Και συνεπάγεται μια ουσιαστική αλλαγή κουλτούρας, καθώς η επιτυχία της βασίζεται σε μια πιο απαιτητική και πιο ώριμη κοινωνία, σε ένα πιο απαιτητικό Κοινοβούλιο και σε πιο ικανούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ο προϋπολογισμός επιδόσεων συγκεντρώνει, κάτω από την ίδια ομπρέλα, πληροφορίες που υπήρχαν χωριστά – οικονομικές και διοικητικές – οι οποίες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη της αποτελεσματικής λήψης αποφάσεων μέχρι σήμερα».