Σημαντική αποκλιμάκωση του δείκτη χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και της Κεντρικής Διοίκησης αναμένεται για το 2022, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό που κατατέθηκε σήμερα, με κινητήριο «μοχλό» την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386,32 δισ. ευρώ ή 217,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374,006 δσ. ευρώ ή 226,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020. Για το 2022 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 391,2 δισ. ευρώ ή 208,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021. Ουσιαστικά ο όγκος χρέους αυξάνεται περαιτέρω αλλά ο δείκτης υποχωρεί λόγω του υψηλότερου παρονομαστή, του ΑΕΠ.
Παράλληλα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 350 δισ. ευρώ ή 197,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 341,086 δισ. ευρώ ή 206,3% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020. Για το 2022 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ ή 189,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021.
Ως προς στο σκέλος των δαπανών για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης αναμένεται να διαμορφωθούν κοντά στα επίπεδα των 5,97 δισ. ευρώ, ήτοι γύρω στο 3,4% - 3,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι μειωμένες δαπάνες τόκων τα τελευταία χρόνια οφείλονται στη μείωση του ύψους του δημόσιου χρέους μετά την ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και την επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, στη μείωση των επιτοκίων των δανείων του Μηχανισμού Στήριξης και στην αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς επίσης και στην πτώση των επιτοκίων του ευρώ, όπως αναφέρεται στο προσχέδιο. Αξίζει να επισημανθεί πως για το 2021 η πρόσθετη δαπάνη για τόκους εξαιτίας των swap διαμορφώνεται στα 1,47 δισ. ευρώ και για το 2022 στα 1,4 δισ. ευρώ (τόκοι προ swap 4,57 δισ. ευρώ και τόκοι προ swap στα 5,97 δισ. ευρώ). Τα swap αφορούν τα δάνεια GLF του 2010 ύψους 52,9 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του μνημονιακού προγράμματος, με τα δάνεια αυτά να χορηγούνται με κυμαινόμενο επιτόκιο (Εuribor + 50 μ.β), το οποίο εν συνεχεία διαμορφώθηκε στο σταθερό 1,45%.
Για το 2021, το σύνολο των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου, που προέκυψαν επιπροσθέτως λόγω των οικονομικών της πανδημίας, καλύφθηκε κυρίως από κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου, δεκαετούς, τριαντακονταετούς και πενταετούς διάρκειας, συνολικής ονομαστικής αξίας 15,4 δισ. ευρώ, υλοποιώντας το εγκεκριμένο δανειακό πρόγραμμα του έτους, καλύπτοντας συγχρόνως τα κενά ληκτότητας της καμπύλης αποδόσεων, με επαρκούς ρευστότητας ομολογιακές εκδόσεις αναφοράς (benchmark issues), βελτιώνοντας εξαιρετικά τους όγκους συναλλαγών της δευτερογενούς αγοράς ελληνικών κρατικών χρεογράφων, φτάνοντας σε υψηλά 10ετίας, διασφαλίζοντας έτσι την περαιτέρω μείωση των spreads, κυρίως όμως με την επέκταση της διάρκειας των νέων εκδόσεων, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 13 έτη.
Έτσι, όπως επισημαίνεται στον Προϋπολογισμό, με βάση τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου, τις αναμενόμενες αυξημένες επιπλέον εκταμιεύεσεις από τα διάφορα σχήματα που έχουν ήδη αποφασισθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το έτος 2022, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι παρόμοια με αυτή του 2021. Συγκεκριμένα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, καθ’ όλη τη διάρκειά του, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η περαιτέρω μείωση των spreads, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του Ελληνικού Δημοσίου ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις υφιστάμενες θέσεις και χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους. Τέλος, κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί η δημιουργία πλαισίου έκδοσης ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, θα επιδιωχθεί, στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, να εφαρμοστεί πολιτική διαχείρισης χαρτοφυλακίου μέσω της οποίας θα διασφαλίζεται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του ΕΔ στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της εκάστοτε κλίσης της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων για τη διασφάλιση βέλτιστου αποτελέσματος αναφορικά με το κόστος δανεισμού.
Κατά το επόμενο έτος, θα διατηρηθούν οι βασικοί μεσοπρόθεσμοι στόχοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, όπως είναι η περαιτέρω μείωση ή/και εξάλειψη, του συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ και η διατήρηση της υφιστάμενης αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Αξίζει να επισημανθεί πως οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του «Ηρακλή» για τις τιτλοποιήσεις των τραπεζών ανήλθαν στο ποσό των 11,01 δισ. ευρώ για τα οποία εισπράττεται προμήθεια η οποία αποτελεί έσοδο του Ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, από την 01/01/2021 μέχρι τις 08/11/2021 εισπράχθηκαν 67,1 εκατ. ευρώ, ενώ μέχρι τις 31/12/2021 αναμένεται να εισπραχθούν συνολικά 75 εκατ. ευρώ.