Τον Ιανουάριο αναμένεται να εκκινήσει το δανειακό του πρόγραμμα για το 2022 ο ΟΔΔΗΧ, θέτοντας μια πιο εμπροσθοβαρή βάση εν αναμονή και των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το μέλλον των ελληνικών ομολόγων στα κανονικά προγράμματα.
Σύμφωνα με τη Société Générale, εντός του Ιανουαρίου ο ΟΔΔΗΧ θα δώσει το πρώτο mandate για μια έκδοση μακράς διάρκειας 15ετούς ή 20ετούς τίτλου, με την επόμενη να αναμένεται πιθανώς τον Μάρτιο. Οι καθαρές εκδόσεις νέων ομολόγων αναμένεται να διαμορφωθούν στα 7 δισ. ευρώ για το 2022 έναντι 13 δισ. ευρώ για το 2021, αν και μαζί με τις επανεκδόσεις το ποσό θα κινηθεί στα 11 δισ. ευρώ, ήτοι κατά 3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από φέτος, με την έκδοση ενός «πράσινου» τίτλου να εξετάζεται κατά το δεύτερο εξάμηνο.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως η Citi είχε εκτιμήσει πρόσφατα πως η Ελλάδα θα βγει στις αγορές συνολικά έξι φορές κατά το νέο έτος, εάν και εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες στις αγορές, εκ των οποίων η μία θα αφορά την έκδοση «πράσινου» κρατικού τίτλου για πρώτη φορά από τη μεριά του Ελληνικού Δημοσίου, κάτι που στηρίζει και η Société Générale. Ωστόσο ο αμερικανικός οίκος αναμένει τον Ιανουάριο την έκδοση 10ετούς τίτλου για την άντληση 3,5 δισ. ευρώ, ενώ τον Μάρτιο ο ΟΔΔΗΧ μέσω της έκδοσης 5ετούς τίτλου αναμένεται να ζητήσει από τις αγορές 1,5 δισ. ευρώ. Παράλληλα, το τέλος του PEPP, θα βρει την Ελλάδα με 6 δισ. ευρώ αντληθέντα κεφάλαια από τις αγορές, καθώς αναμένεται το reopening του 30ετούς τίτλου λήξης Ιανουαρίου 2052, για 1 δισ. ευρώ. Για το υπόλοιπο του 2022, ο ΟΔΔΗΧ θα πραγματοποιήσει άλλες δύο εξόδους, σύμφωνα με τη Citi, με τη μία να υλοποιείται το Μάιο για 2 δισ. ευρώ, μέσω 10ετούς τίτλου και την άλλη τον Σεπτέμβριο μέσω 15ετούς ή 20ετούς τίτλου εκ νέου για 2 δισ. ευρώ.
Ευρύτερα, η Société Générale εκτιμά πως οι καθαρές ομολογιακές εκδόσεις από τις χώρες της Ευρωζώνης θα διαμορφωθούν μεταξύ των 498 - 586 δισ. ευρώ το 2022 (χαμηλότερα από το φετινό όγκο των 676 δισ. ευρώ), ενώ οι συνολικές εκδόσεις μαζί με τις επανεκδόσεις αναμένεται να κινηθούν στο εύρος των 1,235 - 1,323 τρισ. ευρώ (1,33 τρισ. ευρώ έφτασαν τη φετινή χρονιά).
Παράλληλα, το «κύμα» των «πράσινων» ομολογιακών εκδόσεων αναμένεται να είναι ισχυρότερο το 2022, καθώς ήδη από το 2017 καταγράφεται μια έντονη αυξητική τάση από τη μεριά της ζήτησης κάτι που αποτυπώνεται και στα βιβλία προσφορών. Ειδικότερα, στην έκδοση του ιταλικού «πράσινου» τίτλου λήξης Απριλίου 2045 και ύψους 8,5 δισ. ευρώ, οι προσφορές έφτασαν τα 80 δισ. ευρώ (σχεδόν 9,5 φορές υπερκάλυψη), ενώ για του αντίστοιχου τύπου, ισπανικού ομολόγου λήξης Ιουλίου 2042 και ύψους 5 δισ. ευρώ, οι προσφορές έφτασαν τα 60 δισ. ευρώ (12 φορές υπερκάλυψη). Ακόμη ωστόσο και με αυτές τις κινήσεις από την Ιταλία και την Ισπανία, η Γαλλία διατηρεί τα πρωτεία, έχοντας αντλήσει 15 δισ. ευρώ φέτος. Επιπλέον, η Société Générale αναμένει την είσοδο της Ελλάδας (κατά το δεύτερο εξάμηνο), της Αυστρίας και πιθανώς και της Πορτογαλίας στην «πράσινη» αγορά το 2022.
Ως προς το κρίσιμο σκέλος των κινήσεων (από τον Μάρτιο και μετά που λήγει το PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Ninon Bachet, στρατηγική αναλύτρια του γαλλικού οίκου, επισημαίνει πως η συνεδρίαση του Δεκεμβρίου θα είναι ιδιαίτερα καθοριστική και ίσως να υπάρξει μια κατεύθυνση προς τις αγορές αλλά και ένα «σήμα» για τα ελληνικά ομόλογα. Μέχρι τον Μάρτιο, οι οικονομολόγοι της Société Générale αναμένουν από την ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομόλογα ύψους περίπου 51 δισ. ευρώ το μήνα στο πλαίσιο του PEPP, ενώ θα μπορούσε να αγοράσει και περισσότερα εάν χρειαζόταν, δεδομένου ότι το ποσό που υπολείπεται ήταν περίπου 370 δισ. ευρώ στα τέλη Οκτωβρίου. Από την άλλη, με τη λήξη του PEPP τον Μάρτιο, το APP θα ενισχυθεί στα 50 δισ. ευρώ μηνιαίως από το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και εν συνεχεία θα περιοριστεί στα 30 δισ. ευρώ και στα 15 δισ. ευρώ στο τρίτο και στο τέταρτο τρίμηνο αντίστοιχα.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον γαλλικό οίκο τα όριο αγορών του εκδότη δεν αποτελούν κάποιο εμπόδιο προς το παρόν, καθώς η ΕΚΤ κατέχει περίπου το 24% των επιλέξιμων τίτλων στο πλαίσιο του PSPP και το 27% στην περίπτωση των γερμανικών. Εάν ο ρυθμός των μηνιαίων αγορών στο APP παραμείνει αμετάβλητος, η ΕΚΤ θα φτάσει πρώτα το όριο του εκδότη για την Πορτογαλία, τη Γερμανία και τη Φινλανδία, ενώ θα έχει περισσότερο χώρο για να αγοράσει κρατικό χρέος από το Βέλγιο, την Ιταλία και τη Γαλλία. Σε κάθε περίπτωση, τα όρια δεν θα φτάσουν το 33% άμεσα και όχι νωρίτερα από το 2023. Αναφορικά με την Ελλάδα που δε συμμετέχει στο «κανονικό» QE, το όριο αγορών του εκδότη, δεν αποτελεί πρόβλημα, διότι το 34% (με τα δεδομένα στα τέλη Οκτωβρίου) αφορά τους τίτλους που διακρατεί στο πρόγραμμα PEPP που διαχωρίζονται από το PSPP, τη στιγμή που το ποσοστό αυτό θα ενισχυθεί στο 38% έως το Δεκέμβριο του 2022, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Société Générale. Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως ο Frederik Ducrozet στρατηγικός αναλυτής και ανώτερος οικονομολόγος της Pictet Wealth Management, είχε αναφέρει μιλώντας στο insider.gr πως «θα υπάρξει χώρος για την ΕΚΤ ώστε να προβεί σε αγορές στο πλαίσιο του PSPP, όπου δεν διαθέτει ελληνικά ομόλογα και δύναται να ανέλθουν μέχρι τα 58 δισ. ευρώ υπό του capital key». Παράλληλα, γύρω από το τι δύναται να κάνει η ΕΚΤ προκειμένου να στηρίξει περαιτέρω την Ελλάδα, η Société Générale θέτει τρεις βάσεις στήριξης.
- Η πρώτη αφορά τη χαλάρωση των κριτηρίων για το APP σε ότι αφορά τις αξιολογήσεις από τους οίκους. Όπως αναφέρει η Bachet παρότι έχει γίνει σαφώς ορατή από το 2018 μια βελτίωση στις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο αυτό αποτελεί μία πολύ σταδιακή διαδικασία και η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιστρέψει σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα, που αποτελεί βασικό κριτήριο ένταξης στο APP.
- Μια δεύτερη, και πιο πιθανή επιλογή θα είναι να υπάρξει ένα waiver. Όπως έχει επισημάνει πολλάκις το insider.gr, το ζήτημα του waiver είναι «at will» από την πλευρά της Φρανκφούρτης, κάτι που αποτυπώθηκε άλλωστε και στο ζήτημα του PEPP, που με βάση τις πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας, συμπεριλήφθησαν και τα ελληνικά ομόλογα.
- Τελευταία βάση κατά τη Bachet, θα ήταν η δημιουργία ενός προσωρινού envelope για τα ελληνικά ομόλογα. Έτσι, αντί να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα απευθείας στο APP, η ΕΚΤ θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο ειδικό προσωρινό envelope ούτως ώστε να επιτύχει το στόχο της. Αξίζει να επισημανθεί πως ήδη από τον Ιούλιο το insider.gr είχε αναλύσει διεξοδικά τις πιθανές κινήσεις της ΕΚΤ ώστε να μη μηδενιστεί το flow για τα ελληνικά ομόλογα (Πώς η ΕΚΤ μπορεί να «χτίσει γέφυρα» για τα ελληνικά ομόλογα).
Ωστόσο ακόμη και αν δεν δοθεί συνέχεια στις αγορές, από την ΕΚΤ μέχρις ότου η οικονομία επιτύχει το στόχο του investment grade, δε θα υπάρξει ένα καταστροφικό τοπίο για τα ελληνικά ομόλογα. Ειδικότερα, με τη λήξη του PEPP, ενδέχεται να υπάρξουν κάποιοι φόβοι για την εκδήλωση ενός φαινομένου κατακρήμνισης «cliff effect» και την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, ωστόσο, η Ελλάδα θα επωφεληθεί σημαντικά από τις εκταμιεύσεις των ευρωπαϊκών πόρων. Συνολικά δύναται να λάβει 17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια από το RRF έως το 2026, ενώ ήδη υπήρξε μια προχρηματοδότηση ύψους 4 δισ. ευρώ, με τη Société Générale να εκτιμά ότι η χώρα μπορεί να ζητήσει συνολικά 7,1 δισ. ευρώ το επόμενο έτος (3,4 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 3,7 δισ. ευρώ σε δάνεια, που αντιστοιχούν σε δύο δόσεις). Έτσι, η ευρύτερη δημοσιονομική στήριξη αναμένεται να καλύψει οποιοδήποτε κενό, τυχόν, προκύψει στο σκέλος της νομισματικής πολιτικής, θεμελιώνοντας έτσι μια υποστηρικτική εικόνα για τα ελληνικά ομόλογα.
Τέλος, ο γαλλικός οίκος επισημαίνει πως η Ελλάδα έχει ακόμη περιθώρια αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης (θετικό momentum), σε σύγκριση με άλλες χώρες εκτός Ευρωζώνης που δε διαθέτουν το investment grade. Σύμφωνα με τον Sean Kou αναλυτή της Société Générale, αυτό που βαραίνει τους οίκους αξιολόγησης στο να προβούν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις, πολλώ δε μάλλον για ένταξη στην επενδυτική βαθμίδα, είναι το ιστορικό της Ελλάδας, καθώς η χώρα έχει περάσει από το στάδιο της χρεοκοπίας το 2012 και το 2015, καθιστώντας τους έτσι πιο προσεκτικούς στους χειρισμούς τους.