Με την έναρξη των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης για χρηματοδότηση επενδύσεων να επίκειται, ζητούμενο αποτελεί η επιτυχής αξιοποίηση της ευκαιρίας που παρουσιάζεται για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, όπως αναφέρει η Εθνική Τράπεζα.
Στην προσπάθεια αυτή κεντρικό ρόλο απαιτείται να διαδραματίσει ο τομέας των ΜμΕ, στου οποίου την αναβάθμιση προσβλέπουν αρκετές δράσεις του σχεδίου «Ελλάδα 2.0». Αναγνωρίζοντας τη σημασία των παραπάνω, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, αξιοποιώντας τα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας πεδίου σε δείγμα 600 ΜμΕ, εγκαινιάζει μία νέα σειρά τακτικών μελετών με στόχο τη διαχρονική αποτύπωση της διάθεσης του τομέα να αξιοποιήσει τα κεφάλαια που διατίθενται μέσω του Ταμείου. Ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα του πρώτου τεύχους όπου αποτυπώνεται η επιτυχής έκβαση των πρωτοβουλιών ενημέρωσης των ΜμΕ σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης, ωστόσο παράλληλα αναδεικνύεται η σημασία επιχειρήσεις και υποστηρικτικοί φορείς να προχωρήσουν στο επόμενο (και πιο απαιτητικό) στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή στην κατάρτιση υλοποιήσιμων επενδυτικών σχεδίων.
Βασικό εύρημα της ανάλυσης αποτελεί η αύξηση του ποσοστού του τομέα που έχει ενημερωθεί για τις δράσεις του Ταμείου, το οποίο πλέον ανέρχεται στα ¾ των ΜμΕ (από 2/3 τον περασμένο Ιούλιο). Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ενημέρωση φαίνεται να έχει αποδώσει, καθώς πλέον έχει κινητοποιηθεί και δηλώνει διάθεση συμμετοχής σχεδόν το ½ του τομέα ΜμΕ – ποσοστό αρκετά υψηλό, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα καθαρά επενδυτικό πρόγραμμα και εξετάζουμε ένα σχετικά συντηρητικό κομμάτι της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η κινητοποίηση κατανέμεται σχετικά ομοιόμορφα μεταξύ των μεγεθών των επιχειρήσεων, συνεπώς τα προς διάθεση κεφάλαια εκτιμάται ότι αναπτύσσουν δυναμική για να ωφελήσουν το σύνολο του τομέα των ΜμΕ.
Με την κινητοποίηση του τομέα σε ικανοποιητικά επίπεδα, πλέον στόχος είναι οι επιχειρήσεις να προχωρήσουν στο επόμενο (και πιο απαιτητικό) κομμάτι της διαδρομής – δηλαδή, να μπουν στο δρόμο υλοποίησης των σχεδίων τους. Ενδεικτικό των προκλήσεων αυτού του σταδίου για τις ΜμΕ είναι το εύρημα ότι το 1/2 των κινητοποιημένων ΜμΕ φαίνεται ακόμη να συλλέγει πληροφορίες για τις διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ μόλις το 1/5 των ΜμΕ έχει επενδυτικό σχέδιο σε σχετικά ώριμο στάδιο προετοιμασίας (δηλαδή, σχέδια με υψηλή πιθανότητα υλοποίησης).
Μεταφράζοντας την τρέχουσα επενδυτική διάθεση των ΜμΕ σε όρους κεφαλαίων, οι δυνητικές επενδύσεις εκτιμάται ότι αγγίζουν τα €14 δισ. – επίπεδο που κρίνεται ικανοποιητικό καθώς αντιστοιχεί σε λίγο πάνω από το 40% των συνολικών ιδιωτικών επενδύσεων που αναμένεται να κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης (δηλαδή, μερίδιο αντίστοιχο της συνεισφορά των ΜμΕ στις πωλήσεις του επιχειρηματικού τομέα). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα των σχεδίων, υψηλότερη πιθανότητα πραγματοποίησης έχουν επενδύσεις της τάξης των €4 δις (που αντιστοιχούν σε ολοκληρωμένα ή υπό κατάρτιση επενδυτικά σχέδια), αναδεικνύοντας την έμφαση που πρέπει πλέον να δοθεί στην ουσιαστική προετοιμασία από πλευράς των επιχειρήσεων ώστε από τη θετική διάθεση να προχωρήσουν στην πρακτική υλοποίηση. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των επενδυτικών σχεδίων, σημειώνουμε ότι η πλειοψηφία αυτών αφορά ψηφιοποίηση ή μεγέθυνση, χωρίς ωστόσο να λείπει το ενδιαφέρον για όλο το φάσμα δράσεων του Ταμείου (όπως πράσινη ανάπτυξη και εξωστρέφεια).
Τέλος, καθώς μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει όσον αφορά τη διάθεση και τη δυνατότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων να συμμετάσχουν στις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, ειδικής μνείας χρήζουν τα συμπεράσματα της έρευνας της ΕΤΕ για αυτό το κομμάτι των ΜμΕ. Ειδικότερα, ενθαρρυντική κρίνεται η διάθεση, ο δυναμισμός και η ορθή στρατηγική τους στόχευση, σχεδιάζοντας επενδύσεις οι οποίες φτάνουν κατά μέσο όρο το 30% του κύκλου εργασιών τους (έναντι 22% για τις μεσαίες), επικεντρώνοντας παράλληλα στο αδύναμο στοιχείο τους μέσω επενδύσεων που στοχεύουν στην αύξηση μεγέθους οργανικά (36% των προτιμήσεων) ή μέσω συνεργασιών (25% των προτιμήσεων). Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι παραμένουν πίσω όσον αφορά την ετοιμότητα των σχεδίων τους, καθώς μόλις το ¼ των επενδυτικών σχεδίων των πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι σχετικά ώριμο (έναντι 39% των μεσαίων) και άρα συγκεντρώνει υψηλές πιθανότητες υλοποίησης.
Συνοψίζοντας, με το στοίχημα της ενημέρωσης να έχει κερδηθεί, η ενεργοποίηση και η στήριξη των ΜμΕ για την εκπόνηση των επενδυτικών τους σχεδίων φαίνεται ότι θα κρίνει την επιτυχία του «Ελλάδα 2.0» - την επιτυχία να συνεισφέρει στο να καταστούν οι ελληνικές ΜμΕ πιο παραγωγικές και να μπορέσουν να ενταχθούν σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.