Την ανθεκτικότητα των διμερών εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Γερμανία επιβεβαίωσε η πανδημία, καθώς την τελευταία διετία και παρά τις έντονες αναταράξεις που καταγράφηκαν στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, η Γερμανία κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση της ως ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της χώρας μας.
Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ για «το αποτύπωμα του γερμανικού επιχειρείν στην ελληνική οικονομία», που παρουσιάστηκε χθες, η Γερμανία αποτελεί, διαχρονικά, προνομιακό εμπορικό εταίρο στα αγαθά για την Ελλάδα. Στο μέτωπο των εισαγωγών, διατήρησε την πρώτη θέση από το 2015 μέχρι και το 2021, ενώ εξακολουθεί να κατέχει τη δεύτερη θέση, μετά την Ιταλία στην κατάταξη των προορισμών για τις ελληνικές εξαγωγές. Ακόμα και το 2020, παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, οι σημαντικές εμπορικές σχέσεις διατηρήθηκαν.
Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Γερμανία ανήλθαν στα 2,3 δισ. ευρώ το 2020, ελαφρώς αυξημένες σε σύγκριση με το 2019, παρά τους σημαντικούς περιορισμούς στο εμπόριο διεθνώς, ενώ η αξία των εισαγωγών προϊόντων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα ξεπέρασε τα 5,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας σχετικά μικρή πτώση. Το εμπορικό έλλειμμα αγαθών στο διμερές εμπόριο Ελλάδας - Γερμανίας διαμορφώθηκε αντίστοιχα στα 3,5 δισ. ευρώ.
Τι εξάγει η Ελλάδα στη Γερμανία
Οι εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας προς τη Γερμανία αφορούν κυρίως σε καταναλωτικά αγαθά, με τη συγκεκριμένη κατηγορία να καταλαμβάνει το 60,8% των συνολικών εξαγωγών προς τη Γερμανία. Τα τρόφιμα έρχονται πρώτα και αντιπροσωπεύουν περίπου το 26,4% των συνολικών εξαγωγών προς τη Γερμανία το 2020, με αυξημένο μερίδιο έναντι του 2019. Πρόκειται για μια κατηγορία, άλλωστε, όπου καταγράφεται συνεχής ενίσχυση μεριδίου από το 2002. Ακολουθούν ο κλάδος φαρμάκων με 12,5% και ο κλάδος βασικών μετάλλων (αλουμίνιο, χαλκός, κ.ά.), με 12,4%, με μικρή πτώση μεριδίου και οι δύο. Η συγκέντρωση που παρατηρείται είναι αυξημένη, με τους τρεις αυτούς κλάδους να αποτελούν το 50% του συνόλου σε κάθε κατηγορία.
Η ανάκαμψη του 2021 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τις εμπορικές ροές Ελλάδας - Γερμανίας, ενώ σημαντική αύξηση καταγράφηκε σε ορισμένους κλάδους στο πρώτο εννεάμηνο του έτους. Οι εξαγωγές ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019 σχεδόν σε όλους τους κλάδους. Ισχυρή ανάκαμψη καταγράφηκε στον κλάδο του ηλεκτρονικού εξοπλισμού - που σχεδόν διπλασίασε την αξία των εξαγωγών του προς τη Γερμανία σε σύγκριση με το 2019 - στα τρόφιμα - ισχυροποίησαν τη δραστηριότητά τους λόγω πανδημίας - τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, τα χαρτικά και τα αγροτικά προϊόντα. Ξεχώρισε, μάλιστα, ο κλάδος της ανακύκλωσης (συλλογή, επεξεργασία και διάθεση αποβλήτων, ανάκτηση υλικών) με τετραπλάσιες εξαγωγές το 2021 προς τη Γερμανία, ενώ μεγάλη αύξηση της τάξης του 144,5% κατέγραψαν οι εξαγωγές καπνικών, αλλά και ο κλάδος διύλισης, λόγω της επαναφοράς της οικονομικής δραστηριότητας και των αυξημένων τιμών καυσίμων.
Αυξήσεις καταγράφηκαν το 2021 και στον κλάδο ξύλου, καθώς και στους κλάδους δέρματος και εξόρυξης μεταλλευμάτων, ενώ εξαίρεση αποτέλεσε ο κλάδος ένδυσης, καταγράφοντας χαμηλότερες επιδόσεις από το 2019.
Τι εισάγει η Ελλάδα από τη Γερμανία
Το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020 και οι εξελίξεις μέσα στο 2021 έχουν επηρεάσει ελαφρώς τα μερίδια στις εισαγωγές προϊόντων από τη Γερμανία. Ειδικότερα, η εξάπλωση του κορονοϊού οδήγησε στη μείωση του μεριδίου των καταναλωτικών αγαθών, ενώ αυξήθηκε η συμβολή των κεφαλαιουχικών αγαθών και των προμηθειών, τάση η οποία συνεχίστηκε και το 2021. Οι εισαγωγές της Ελλάδας από Γερμανία αφορούσαν κυρίως σε κεφαλαιουχικά αγαθά και προμήθειες, με μερίδιο 53,4% το 2020 και άνοδο σε σχέση με το 2019 (50,5%), ενώ ο μεταφορικός εξοπλισμός αντιστοιχούσε στο 12,6% των συνολικών εισαγωγών από τη Γερμανία το 2020.
Στις εισαγωγές αγαθών διαρκώς αυξανόμενη είναι η συμμετοχή του κλάδου παραγωγής χημικών, με μερίδιο 21,4% το 2020 και σημαντική ενίσχυση μέσα στην πανδημία, ενώ ακολουθούν ο κλάδος παραγωγής φαρμάκων με μερίδιο 16,1% και αύξηση από το 2019 και ο κλάδος τροφίμων με 12,3%. Στην τέταρτη θέση των εισαγωγών βρίσκεται ο κλάδος κατασκευής οχημάτων, με μερίδιο 11,7%, ελαφρώς πτωτικό σε σύγκριση με το 2019, ενώ είναι σαφώς χαμηλότερο από το επίπεδο του 2002, καθώς οι εισαγωγές αυτοκινήτων έχουν παρουσιάσει σημαντική πτώση μετά το 2009. Όπως στις εξαγωγές, έτσι και στο μέτωπο των εισαγωγών από τη Γερμανία παρατηρείται αυξημένη συγκέντρωση, με τους τρεις πρώτους (χημικά, φάρμακα και τρόφιμα) να αποτελούν το 50% του συνόλου σε κάθε κατεύθυνση των εμπορικών ροών.
Οι εισαγωγές αγαθών της Ελλάδας από τη Γερμανία μειώθηκαν το 2020 στα 5,8 δισ. ευρώ, έναντι του 2019, έτος στο οποίο είχε καταγραφεί το υψηλότερο επίπεδο εισαγωγών μεταξύ 2009 και 2019 (5,96 δισ. ευρώ), κυρίως λόγω της πτώσης του εγχώριου εισοδήματος. Οι εισαγωγές από τη Γερμανία εμφάνισαν αυξητική τάση την περίοδο 2015-2019, χωρίς ωστόσο να έχουν αναπληρωθεί οι απώλειες της περιόδου 2008-2015, όπου οι εισαγωγές είχαν μειωθεί κατά 3,1 δισ. ευρώ.
Για το πρώτο εννεάμηνο του 2021, μεγάλη αύξηση εισαγωγών από τη Γερμανία καταγράφεται στον κλάδο δασοκομίας (+398,8%), ωστόσο οι συναλλαγές ήταν μικρής αξίας (529 χιλ. ευρώ), ενώ ισχυρή άνοδος σημειώθηκε και στη δραστηριότητα συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης αποβλήτων, με διπλασιασμό εισαγωγών στους πρώτους εννέα μήνες του περασμένου έτους. Αντίστοιχα, αύξηση κατά 47,7% κατέγραψε ο κλάδος ξύλου και κατά 41,8% ο κλάδος καπνικών. Πτώση κατά 78,5% σημειώθηκε στον κλάδο επεξεργασίας λυμάτων, ενώ πραγματοποιήθηκαν οι μισές εισαγωγές στον κλάδο εκτυπώσεων.
Στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, οι εισαγωγές από τη Γερμανία καλύπτουν το 21,8% των συνολικών εισαγωγών της Ελλάδας από χώρες της Ε.Ε. το 2020, μερίδιο που παρέμεινε σχετικά αμετάβλητο τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η συμβολή των γερμανικών επιχειρήσεων στην ανάπτυξη της Ελλάδας
Την ίδια στιγμή και πέρα από τις διμερείς εμπορικές σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας, εξαιρετικά σημαντική είναι η συμβολή των γερμανικών επιχειρήσεων στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η συνολική συμβολή των επιχειρήσεων-μελών του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου εκτιμάται σε 3,9% του ΑΕΠ το 2020 (6,4 δισ. ευρώ), ενισχυμένη σε σύγκριση με το 2019 (3,3% του ΑΕΠ), ενώ για κάθε ευρώ προστιθέμενης αξίας από τη λειτουργία και τις επενδύσεις των εταιρειών δημιουργούνται άλλα 0,5 ευρώ ΑΕΠ σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας (1,5 ευρώ συνολικά).
Σε όρους απασχόλησης η συνεισφορά στην ελληνική οικονομία διαμορφώνεται σε 65,9 χιλ. θέσεις εργασίας ή 1,4% της συνολικής απασχόλησης, εκ των οποίων οι 23,1 χιλ. απασχολούνται άμεσα στις επιχειρήσεις-μέλη, ενώ σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά έσοδα, η συνολική συμβολή εκτιμάται σε περίπου 1,3 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για επιχειρήσεις αμιγώς γερμανικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, συνεισφέροντας στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Οι επιχειρήσεις - μέλη του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας και εξειδικεύονται στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών στους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών όπως το εμπόριο, οι τηλεπικοινωνίες, οι ασφάλειες και οι υποστηρικτικές προς τη μεταφορά δραστηριότητες.
Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων ανήλθε σε σχεδόν 7,3 δισ. ευρώ το 2020 επίπεδο αντίστοιχο με το 2019. Στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανία ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 19,4% σε σχέση με το 2019 (στα 870,3 εκατ. ευρώ το 2020 από 728,7 εκατ. ευρώ το 2019), ενώ σε σχέση με το 2017 έχει υπερδιπλασιαστεί. Την ίδια στιγμή, στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο η αξία των πωλήσεων κυμάνθηκε σε αντίστοιχο επίπεδο με το 2019 (2,7 δισ. ευρώ), ενώ υποχώρηση κατά 18% καταγράφεται στον κύκλο εργασιών για τις επιχειρήσεις-μέλη που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο-επισκευή οχημάτων και μοτοσυκλετών, όταν στο σύνολο του κλάδου για την ελληνική οικονομία η υποχώρηση ήταν ηπιότερη (-12,9%).
Οι επενδύσεις για τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου που υλοποίησαν οι εταιρείες-μέλη του Επιμελητηρίου ανήλθαν σωρευτικά σε περίπου 3,1 δισ. ευρώ την περίοδο 2017-2020, ενώ οι επενδυτικές δαπάνες των επιχειρήσεων που αποτελούν μέρος της γερμανικής επιχειρηματικής κοινότητας στην Ελλάδα ξεπέρασαν τα 750 εκατ. ευρώ το 2020, καταγράφοντας αύξηση κατά 1,7% σε σχέση με το 2019, όταν στο σύνολο της οικονομίας ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ήταν σχεδόν αμετάβλητος συγκριτικά με το 2019.
Δύο στις τρεις επιχειρήσεις-μέλη του Επιμελητηρίου που συμμετείχαν στην έρευνα είναι εξαγωγικές, με τη συνολική αξία των εξαγωγών (αγαθών και υπηρεσιών) να ανέρχεται σε 808 εκατ. ευρώ το 2020, καταγράφοντας σημαντική αύξηση, κατά 25%, σε σχέση με το 2019. Τα βιομηχανικά προϊόντα (τρόφιμα, φαρμακευτικά σκευάσματα, μηχανήματα) αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% των εξαγωγών από τις επιχειρήσεις, ενώ η συνολική τους αξία διαμορφώθηκε στα 720,4 εκατ. ευρώ το 2020 από 560,2 εκατ. ευρώ το 2019, ήτοι αύξηση κατά 28,6%.
Στη μελέτη συμμετείχαν 40 μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στην πλειονότητά τους - 31 από τις 40 ή ποσοστό 78% - δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών, ήτοι 18 επιχειρήσεις, να αφορά στο εμπόριο.