Τη λήξη του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων από την 1η Ιουλίου αποφάσισε το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ παράλληλα γνωστοποιήθηκε πως η ΕΚΤ θα αυξήσει τα βασικά της επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης από τον ερχόμενο μήνα υπό την πίεση των πολύ πιο υψηλών, από ό,τι προέβλεπε τον Μάρτιο, πληθωριστικών πιέσεων που θα διαρκέσουν περισσότερο έως και το 2023 με την άνοδο τιμών φέτος στο 6,8%.
Το Δ.Σ. αποφάσισε επίσης πως το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως. Αναμένει νέα αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ ξανά τον Σεπτέμβριο. Ο υπολογισμός αυτής της αύξησης, όπως αναφέρει, θα εξαρτηθεί από τις νέες προβλέψεις για τον μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό. Αν αυτό παραμείνει σταθερό ή μειωθεί, μια μεγαλύτερη αύξηση θα κριθεί θεμιτή τον Σεπτέμβριο.
Παράλληλα, η ΕΚΤ αποφάσισε πως ολοκληρώνεται επίσημα το πρόγραμμα αγοράς assets (APP), σύμφωνα με το ισχύον guidance, από την 1η Ιουλίου του 2022 και έχει πρόθεση να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, α ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP για μια παρατεταμένη περίοδο, μετά την ημερομηνία έναρξης αύξησης των επιτοκίων και σε κάθε περίπτωση, για όσο είναι απαραίτητο για να διατηρηθεί επαρκής ρευστότητα και μια στάση κατάλληλης νομισματικής πολιτικής.
Σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP), η πρόθεση της ΕΚΤ είναι να επανεπενδύσει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2024.
Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Κάλυψη της Ελλάδας
Η ΕΚΤ αναφέρει πως σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς λόγω πανδημίας, οι επανεπενδύσεις ομολόγων στο πλαίσιο του PEPP, μπορούν να προσαρμοστούν ευέλικτα ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες assets και τις χώρες. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την αγορά ελληνικών ομολόγων επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών, κάτι που θα μπορύσε να επηρεάσει την μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία την ώρα που ακόμη ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Θα μπορούσαν, επίσης, να ανανεωθούν οι καθαρές αγορές υπό το PEPP, εάν αυτό κριθεί απαραίτητο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν αρνητικά σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
Τριγμοί στον πληθωρισμό και στο ΑΕΠ
«Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα» αναφέρει η ΕΚΤ, αναθεωρώντας και πάλι, σημαντικά μάλιστα, τις προβλέψεις της για την πορεία των τιμών αλλά και για το ΑΕΠ. «Οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και ενταθεί, με τις τιμές για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται έντονα» αναφέρει.
Η ΕΚΤ εκτιμά πλέον πληθωρισμό στο 6,8% φέτος, αλλά και πιέσεις το 2023 με άνοδο τιμών κατά 3,5%. Μόνο το 2024 αναμένει να υποχωρήσει προς το 2,1%. Πρόκειται για εκτιμήσεις υψηλότερες από ό,τι στις ανακοινώσεις του Μαρτίου αλλά και από τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Επίσης, ο δομικός πληθωρισμός (χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα) προβλέπεται να είναι στο 3,3% το 2022, στο 2,8% το 2023 και στο 2,3% το 2024, επίσης υψηλότερος από τις προβλέψεις του Μαρτίου.
Για το ΑΕΠ υπό αυτές τις συνθήκες αναμένει άνοδο κατά 2,8% το 2022, κατά 2,1% το 2023 και κατά 2,1% το 2024. «Η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την οικονομία στην Ευρώπη αλλά και πέρα από αυτή. Διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τιμών των βασικών εμπορευμάτων. Αυτοί οι παράγοντες θα εξακολουθήσουν να επιδρούν αρνητικά στην εμπιστοσύνη και να επηρεάζουν ανασταλτικά την ανάπτυξη, ιδίως σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, υπάρχουν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στην οικονομία της ζώνης του ευρώ να συνεχίσει να αναπτύσσεται χάρη στη συνεχιζόμενη επανεκκίνηση της οικονομίας, την ισχυρή αγορά εργασίας, τη δημοσιονομική στήριξη και τις αποταμιεύσεις που συσσωρεύθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Μόλις υποχωρήσουν οι τρέχοντες αντίξοοι παράγοντες, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει ξανά. Αυτές οι προοπτικές αντανακλώνται σε γενικές γραμμές στις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος», αναφέρεται.