Στη σημαντική επίτευξη μιας σειράς στόχων που είχε θέσει η Ελλάδα, αναφέρεται η DZ Bank, εστιάζοντας κυρίως στην πλήρη αποπληρωμή των δανείων προς το ΔΝΤ, στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας σε «BB+» από τη Standard & Poor's, στην επιτυχή λήξη του Μηχανισμού Ενισχυμένης Εποπτείας και στην αποπληρωμή των διμερών δανείων από την κρίση του 2010, με το επόμενο ορόσημο, την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας.
Ενόψει της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε μια σειρά από μέτρα ελάφρυνσης τα οποία εντάσσονται στον Προϋπολογισμό του 2023, όπως φοροελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αυξήσεις συντάξεων και επιδοτήσεις σε πολλούς κλάδους. Ο συνολικός όγκος των μέτρων αυτών εκτιμάτα πως θα ανέλθει σε 3,2 δισ. ευρώ, με το υπουργείο Οικονομικών ωστόσο να έχει δηλώσει πως αποτελεί προτεραιότητα η εξισορρόπηση του πρωτογενούς προϋπολογισμού.
Παρ'ολα αυτά, σύμφωνα με τη DZ Bank, η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας ήδη επιβραδύνεται. Το δεύτερο τρίμηνο, έφτασε στο 1,2% σε τριμηνιαία βάση, από 2,9% στο πρώτο. Σε ετήσια βάση, το ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά 8% περίπου στα μέσα του έτους, κάτι που συνεπάγεται ότι η χώρα βρίσκεται σε μια καλή θέση για να επιτύχει μια ανάπτυξη της τάξεως του, σχεδόν, 7% το 2022 συνολικά, παρά την όποια επιβράδυνση. Το 2023, ωστόσο, είναι πιθανό να επέλθει μια ύφεση στην Ευρώπη, η οποία μπορεί να προκαλέσει συρρίκνωση και της ελληνικής οικονομίας κατά περίπου 1% (ποιο συγκεκριμένα 0,7% με πληθωρισμό 6,5%, έλλειμμα 2% του ΑΕΠ και δείκτη δημοσίου χρέους στο 192%).
Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη φυσικού αερίου, η Ελλάδα υπέγραψε πρόσφατα μια συμφωνία με Γάλλο προμηθευτή ενέργειας, η οποία προβλέπει την παράδοση δύο LNG τανκερς ανά μήνα έως τον Μάρτιο του 2023. Αυτή η συμφωνία θα βοηθήσει να αντικατασταθούν σχεδόν πλήρως οι παραδόσεις φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Από την άλλη, ως προς τα ελληνικά ομόλογα η DZ Bank, επισημαίνει πως έχουν τα υψηλότερα risk premiums. Όντας ο εκδότης με τη χαμηλότερη αξιολόγηση στην περιοχή της Ευρωζώνης, η Ελλάδα δέχεται υψηλότερες πιέσεις από τη γενικότερη αποστροφή κινδύνου και ρίσκου (risk aversion) στην αγορά. Το spread του δεκαετούς ελληνικού τίτλου έναντι του ιταλικού ανέρχεται στις 30 μονάδες βάσης με την DZ Bank να συνεχίζει να εκτιμά ότι οι ελληνικοί τίτλοι παραμένουν ο κύριος ανταγωνιστής των ιταλικών.
Μάλιστα, ο γερμανικός οίκος, αναμένει ότι τα ελληνικά spreads θα διευρυνθούν περαιτέρω κατά τους επόμενους μήνες. Όπως σημειώνει, ενώ το νέο εργαλείο TPI της Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζας μπορεί να παρέχει μια θωράκιση έναντι των κινδύνων και των αναταραχών στις αγορές και των ακραίων κινήσεων, ωστόσο δεν θα αποτρέψει τη σταδιακή αύξηση των risk premiums των ελληνικών ομολόγων. Βασικοί «οδηγοί» για τα spreads αποτελούν τόσο η γενικότερη αποστροφή κινδύνου που προκλήθηκε από την στροφή της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ όσο και ο κίνδυνος μια υφεσιακής κατάστασης. Το ασφάλιστρο κινδύνου για το ελληνικό δεκαετές ομόλογο ανέρχεται επί του παρόντος στις 270 μονάδες βάσης περίπου, και ο Sebastian Fellechner, αναλυτής της DZ Bank, εκτιμά πως κατά το υπόλοιπο του έτους, τα spreads ενδέχεται να διευρυνθούν ακόμη περισσότερο, προς τις 300 μονάδες βάσης.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την Ιταλία ειδικότερα, η ευνοϊκή τάση αξιολόγησης και η σημαντικά χαμηλότερη πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα θα πρέπει να περιορίσει τη διεύρυνση αυτή. Συνεπώς, με δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας, συνεχίζει να έχει τον υψηλότερο δείκτη δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη και την πιο ασταθής τάση στα spreads, ο οίκος συνεχίζει να την αξιολογεί ως μια οικονομία με «αυξημένο ρίσκο».