Η Αντιπρόεδρος της Fed, Λάελ Μπρέιναρντ υπογραμμίζει πως παρόλο που οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε σύσφιξη της νομισματικής τους πολιτικής φέτος, τα νοικοκυριά, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ μπόρεσαν μέχρι στιγμής να προσαρμοστούν.
«Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων παρέμεινε γενικά σταθερό και συνολικά τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διατήρησαν την ικανότητα να καλύπτουν την εξυπηρέτηση του χρέους, παρά τα αυξανόμενα επιτόκια», επεσήμανε σύμφωνα με το Reuters.
Η Fed στην εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, υποστήριξε ότι η «ταχεία ταυτόχρονη σύσφιξη της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής», μαζί με τον αυξανόμενο πληθωρισμό, τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και άλλους κινδύνους, «θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενίσχυση των τρωτών σημείων, για παράδειγμα λόγω μειωμένης ρευστότητας στις βασικές χρηματοπιστωτικές αγορές».
Η ταραχώδης κατάσταση στον πλανήτη καταγράφηκε σε μια έρευνα, στην οποία συμμετείχαν ερευνητές και συμμετέχοντες στην αγορά, οι οποίοι επισήμαναν μια σειρά αναδυόμενων ανησυχιών που σχετίζονται με τις αλλαγές τόσο στις συνθήκες της αγοράς το περασμένο έτος όσο και με την επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης.
«Συνολικά, οι ευαλωτότητες που προέκυψαν από δανεισμό μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών άλλαξαν ελάχιστα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 και παρέμειναν σε μέτρια επίπεδα. Ο δανεισμός των επιχειρήσεων παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2022, αλλά μερικώς βελτιώθηκε η ικανότητά τους να ξεπληρώσουν το χρέος αυτό, καθώς οι επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων αντισταθμίστηκαν από τα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη» τονίζεται.
«Ο πιθανός κυρίαρχος παράγοντας της πρόσφατης χαμηλής ρευστότητας φαίνεται να είναι η αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές για τη νομισματική πολιτική», σημειώνει η έκθεση, ενώ κάνει αναφορά στην αποδυνάμωση των οικονομικών συνθηκών στο εξωτερικό από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη συνεχιζόμενη πολιτική «μηδενικού COVID» της Κίνας και την προβληματική αγορά ακινήτων, καθώς και τον επίμονο πληθωρισμό, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ σε ορισμένες περιστάσεις.
«Οι χαμηλότερες αναπτυξιακές τροχιές και η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων καθώς οι κεντρικές τράπεζες ανταποκρίνονται στον πληθωρισμό έχουν οδηγήσει σε περιόδους αστάθειας της αγοράς και το δολάριο έχει ανατιμηθεί σημαντικά έναντι των περισσότερων ξένων νομισμάτων. Οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι αλληλένδετες, επομένως οι πιέσεις στο εξωτερικό θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιέσεις στις αγορές των ΗΠΑ και προκλήσεις για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ», καταλήγει η έκθεση.