Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον παγιωμένης ρευστότητας, οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με εξαιρετικά σύνθετες και επείγουσες επιλογές πολιτικής που θα καθορίσουν την πορεία τους το 2023 και μετέπειτα. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκδοση της τακτικής έκθεσης της ΕΥ, Geostrategic Outlook 2023.
Σύμφωνα με την έκθεση, η τάση προς τη συνεχή απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και τη διαρκώς αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε υποχώρηση, ενώ στο αναδυόμενο νέο παγκόσμιο περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων, οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις υπερισχύουν πλέον συχνά, έναντι των καθαρά οικονομικών εκτιμήσεων.
Η έκθεση προσδιορίζει 10 ισχυρές, αλληλοεξαρτώμενες παγκόσμιες τάσεις που προκύπτουν από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών και θα επηρεάσουν καθοριστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον το 2023.
- Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οδήγησε στη μεγαλύτερη μετατόπιση των γεωπολιτικών σχέσεων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με σημαντικές επιπτώσεις για την Ευρώπη, και, δυνητικά, σε περίπτωση περαιτέρω κλιμάκωσης, για την παγκόσμια ειρήνη, αλλά και την εσωτερική σταθερότητα στη Ρωσία.
- Το παγκόσμιο σύστημα συνεργασίας μεταξύ των ισχυρών πόλων του πλανήτη δίνει τη θέση του σε εντεινόμενο ανταγωνισμό και τη σταδιακή αποσύνδεση των οικονομιών των ΗΠΑ και της Ευρώπης από αυτήν της Κίνας. Και στις δυο όχθες του Ατλαντικού υιοθετούνται πολιτικές για τη μείωση της εξάρτησης από την Κίνα και τον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε τεχνολογίες στρατηγικής σημασίας, ενώ το Πεκίνο επιδιώκει την ενίσχυση της στρατηγικής αυτάρκειας.
- Ενώ η μετάβαση σε ένα διπολικό κόσμο εντείνει την πίεση στις μικρότερες οικονομίες να ευθυγραμμιστούν με ένα γεωπολιτικό μπλοκ, μια σειρά από μεσαίου μεγέθους παγκόσμιες δυνάμεις επιλέγουν να διαφοροποιηθούν και να αυξήσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ινδία, η Βραζιλία, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία.
- Η επιδίωξη της οικονομικής αυτάρκειας, ιδιαίτερα σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, αναδεικνύεται σε κεντρική στρατηγική επιλογή για τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Στην ΕΕ προχωρά η υλοποίηση της ατζέντας στρατηγικής αυτονομίας, στις ΗΠΑ, ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act) επιδιώκει την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ενέργειας, ενώ στην Κίνα η πολιτική της «διπλής κυκλοφορίας» (Dual circulation) προτεραιοποιεί την εγχώρια κατανάλωση, επιδιώκοντας, όμως, να διατηρήσει την οικονομία ανοιχτή σε ξένες επενδύσεις.
- Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε κεντρικό πεδίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ουσιαστικά αποκόψει τη Ρωσία από τις τεχνολογίες των αναπτυγμένων αγορών, ενώ μια σειρά από χώρες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία, επιδιώκουν να περιορίσουν περαιτέρω την πρόσβαση της Κίνας σε κρίσιμες τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων των ημιαγωγών.
- Η ενεργειακή αυτάρκεια εκτοξεύεται στην κορυφή της ατζέντας των κυβερνήσεων, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Οι περισσότερες οικονομίες αναζητούν νέες εμπορικές συνεργασίες στην ενέργεια ενώ, παράλληλα, επιδιώκουν την αύξηση της εγχώριας παραγωγής, επενδύοντας στις ΑΠΕ, αλλά και στρεφόμενες ξανά στα ορυκτά καύσιμα και την ατομική ενέργεια.
- Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις υιοθετούν πολιτικές διαφορετικών ταχυτήτων για το ESG, επιβεβαιώνοντας ότι η πορεία για την επίτευξη των στόχων για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση δε θα είναι πάντα ευθύγραμμη. Η ενεργειακή κρίση ενδέχεται να καθυστερήσει την πράσινη μετάβαση, ενώ έρχονται στην επιφάνεια διλήμματα μεταξύ του στόχου της ενεργειακής μετάβασης και της βιωσιμότητας των κοινοτήτων που εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα. Στα ζητήματα διακυβέρνησης, η Ευρώπη θα συνεχίσει να πρωτοστατεί στις πρωτοβουλίες κανόνων για τις μη-χρηματοοικονομικές αναφορές.
- Το παράδοξο του στασιμοπληθωρισμού. Ο υψηλός πληθωρισμός που πυροδότησαν οι αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας, των τροφίμων και των βασικών εμπορευμάτων, οδήγησε σε συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, ωθώντας, πιθανότατα, αρκετές οικονομίες σε ύφεση το 2023. Οι υπερχρεωμένες οικονομίες αναμένεται να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις από την αύξηση του κόστους δανεισμού, ενώ οι αναδυόμενες αγορές θα πληγούν, επίσης, λόγω της υψηλής συμμετοχής των τροφίμων και της ενέργειας στις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών.
- Το κόστος των τροφίμων ενδέχεται να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια. Οι τιμές των τροφίμων εκτοξεύτηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τον Μάρτιο του 2022, ενώ το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού εξακολουθεί να μην έχει πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες τροφίμων. Η μείωση της παγκόσμιας προσφοράς λιπασμάτων, σιταριού και μαγειρικών ελαίων εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με ολοένα και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα για οικονομίες, όπως η Αίγυπτος, η Ινδονησία, το Πακιστάν και ο Λίβανος, αλλά και χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, οδηγώντας σε κοινωνικές εντάσεις και ενισχύοντας τις μεταναστευτικές ροές.
- Το 2022 σηματοδότησε την άνοδο της αριστεράς στην εξουσία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βραζιλία, η Κολομβία, η Χιλή και το Περού, μετά την Αργεντινή και το Μεξικό. Οι νέες κυβερνήσεις θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα έντονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν επαρκώς οι προκάτοχοί τους, σε ένα περιβάλλον χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και υψηλού δημόσιου χρέους. Μια ενδεχόμενη αποτυχία τους θα οδηγήσει την περιοχή σε μια νέα περίοδο πολιτικής αστάθειας.
Οι σύνθετες αυτές προκλήσεις θα επηρεάσουν με διαφορετικό τρόπο και ένταση τους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, πέντε βασικές στρατηγικές θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων:
1. Διαχείριση του αυξημένου κόστους. Όλες οι γεωπολιτικές εξελίξεις το 2023 αναμένεται να οδηγήσουν σε ένταση του πληθωρισμού, αυξάνοντας το κόστος του κεφαλαίου, της ενέργειας, της εργασίας και των πρώτων υλών. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν προληπτικά τρόπους διαχείρισης του αυξημένου κόστους, να επανεξετάσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες, να ενισχύσουν την ενεργειακή τους αποτελεσματικότητα και να επιταχύνουν την απεξάρτησή τους από τον άνθρακα.
2. Επανεξέταση του οικοσυστήματος των προμηθευτών. Όλες οι ισχυρές τάσεις του 2022 θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τις αλυσίδες εφοδιασμού για δεύτερη συνεχή χρονιά. Ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επαναξιολογήσουν τους συνεργάτες τους και το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους και να μεταφέρουν τις αλυσίδες εφοδιασμού σε ασφαλέστερες περιοχές, συνυπολογίζοντας και τους παράγοντες βιωσιμότητας και ESG.
3. Διερεύνηση ευκαιριών σε «φιλικές» αγορές. Τα παγκόσμια επιχειρηματικά μοντέλα θα πρέπει να επανεξεταστούν, καθώς οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις υπερισχύουν πλέον συχνά, έναντι των καθαρά οικονομικών εκτιμήσεων. Τη στιγμή που οι κυβερνήσεις παρέχουν σημαντικά κίνητρα για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτάρκειας των οικονομιών τους, οι επιχειρήσεις οφείλουν να εξετάσουν ευκαιρίες ανάπτυξης και επενδύσεων στις εγχώριες αγορές τους.
4. Ευθυγράμμιση της στρατηγικής με τις προτεραιότητες των ενδιαφερομένων μερών. Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων πρέπει να διαχειριστούν προληπτικά τους αναδυόμενους πολιτικούς κινδύνους, εξετάζοντας και κατανοώντας τον τρόπο με τον οποίο η λειτουργία τους επηρεάζει τα ενδιαφερόμενα μέρη και οι γεωπολιτικές εξελίξεις διαφοροποιούν τις προτεραιότητες και τις προσδοκίες τους, με στόχο να διαμορφώσουν μια στρατηγική ανάπτυξης που θα ανταποκρίνεται σε αυτές.
5. Σχεδιασμός βάσει σεναρίων. Η αποτελεσματική διαχείριση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας προϋποθέτει τη συστηματική ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων. Στις σημερινές συνθήκες, ακόμη και το επικρατέστερο σενάριο μπορεί να διαψευστεί. Απαιτείται, συνεπώς, μια σειρά από εναλλακτικά σενάρια που θα βασίζονται σε εναλλακτικές παραδοχές για το παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης, ο κος Γιώργος Παπαδημητρίου, Διευθύνων Σύμβουλος της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύονται, σήμερα, σε εξίσου καθοριστικό παράγοντα με τις οικονομικές εξελίξεις, για τη διαμόρφωση της στρατηγικής των επιχειρήσεων. Η αποσύνδεση των μεγάλων οικονομιών του πλανήτη, η επιδίωξη οικονομικής και ενεργειακής στρατηγικής αυτάρκειας, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός γύρω από την τεχνολογία και η συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους των τροφίμων, δημιουργούν ένα σύνθετο και ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον. Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων και στην Ελλάδα θα πρέπει να υιοθετήσουν μια ευέλικτη στρατηγική μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αξιολογώντας μια σειρά από εναλλακτικά σενάρια».