Σε μια κυβέρνηση συνασπισμού είναι πιθανόν να οδηγήσει η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα, στη βάση του κατακερματισμένου πολιτικού σκηνικού, όπως εκτιμά η Oxford Economics.
Ωστόσο, οι αναλυτές του οίκου δεν εκτιμούν ότι οι όποιοι πολιτικοί τριγμοί θα επηρεάσουν τις βασικές τους εκτιμήσεις για την Ελλάδα, όπου αναμένουν μια ήπια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, αν και η πολιτική αβεβαιότητα είναι υψηλή, θεωρούν απίθανη μια επανάληψη των εντάσεων που παρατηρήθηκαν μετά τις εκλογές του 2015, καθώς η οικονομία βρίσκεται σε ένα πολύ καλύτερο πλαίσιο, με έναν χαμηλότερο δείκτη ανεργίας και μια ισχυρότερη δημοσιονομική θέση, καθιστώντας αρκετά δύσκολο τυχόν περαιτέρω γύρους λιτότητας παρά την επανεισαγωγή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων το 2024.
Σύμφωνα με την Oxford Economics, ενώ οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται να αλλάξουν βαδίζοντας προς την τελική ευθεία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καθαρή νίκη της Νέας Δημοκρατίας (με αυτοδυναμία) έχει γίνει λιγότερο πιθανή. Πιο πιθανό φαντάζει πλέον, ο σχηματισμός κυβέρνησης από έναν συνασπισμό κομμάτων. Επιπλέον, παρά την αβεβαιότητα, Paolo Grignani ανώτερος οικονομολόγος της Oxford Economics εκτιμά ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να τεθούν υπό το πρίσμα των εκλογών είναι αρκετά περιορισμένοι. Ο οίκος αναμένει μια υποχώρηση της ανάπτυξης αλλά και της ενεργειακής κρίσης που θα μειώσει την ανάγκη λήψης κρατικών μέτρων στήριξης και θα επιτρέψει τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών. «Όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, αμφιβάλλουμε ότι θα ακολουθούσε μια ριζοσπαστική οικονομική ατζέντα» σημειώνει ο Grignani.
Επιπλέον, κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν πίεσε για μεγάλες μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, και το τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον δεν τις απαιτεί. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 2015 που οδήγησαν σε έντονες αντιπαραθέσεις με την ΕΕ, οι συνθήκες πλέον είναι πολύ διαφορετικές. Τα δημοσιονομικά μεγέθη είναι επίσης καλύτερα, με την Ελλάδα να επιστρέφει σε δημοσιονομικό πλεόνασμα για πρώτη φορά από το 2016 διατηρώντας γενικά μια πιο συντηρητική δημοσιονομική θέση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη.
Παράλληλα, αν και το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να υπερβαίνει το 170% του ΑΕΠ, ωστόσο, κατέχεται σε μεγάλο βαθμό από τους διεθνείς πιστωτές υπό ευνοϊκούς όρους, έχοντας μια προστασία και μια «θωράκιση» από την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων, η οποία είχε μόνο μια οριακή επίδραση στις πληρωμές τόκων. Η δημοσιονομική προσαρμογή και το τρέχον πληθωριστικό περιβάλλον μειώνουν σημαντικά το βάρος του χρέους, εξαλείφοντας την «έκρηξη» δανεισμού εν μέσω πανδημίας και μειώνοντας τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα ετών. Εν τω μεταξύ, ο Grignani δε θεωρεί πως η επαναφορά των αναθεωρημένων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων από το επόμενο έτος θα απαιτήσει μια πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή από την Ελλάδα.
Η Oxford Economics, εκτιμά επίσης πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι πιθανον να συμβεί κάποια στιγμή μεταξύ 2023 - 2024, κάτι που ωστόσο δεν θα αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο. Εν τω μεταξύ, οι αγορές δεν διακατέχονται από πανικό υπό το πρίσμα των πολιτικών ζητημάτων της χώρας, με το spread του εγχώριου δεκαετούς ομολόγου έναντι του Bund να κινείται ελάχιστα παρά τον αυξημένο κίνδυνο ενός παρατεταμένου πολιτικού αδιεξόδου. Πράγματι, το γεγονός ότι ο κίνδυνος του «Grexit» εξακολουθεί να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έχει βοηθήσει να καθησυχαστούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές.
Επιπλέον, ο ευρωσκεπτικισμός βρίσκεται επίσης σε χαμηλό επίπεδο, με τις έρευνες του Ευρωβαρόμετρου να αποτυπώνουν μια αυξανόμενη υποστήριξη προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μετά την πτώση που καταγράφηκε μετά την κρίση του 2010. Βέβαια, ενώ η υποστήριξη των ψηφοφόρων για την ΕΕ παραμένει κάπως «χλιαρή», τα κεφάλαια που εισρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης θα αποτελέσουν ένα ισχυρό κίνητρο για τα πολιτικά κόμματα να αποφύγουν οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ωστόσο, ένα παρατεταμένο πολιτικό αδιέξοδο θα μπορούσε να εμποδίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιδράσει άμεσα εάν το μακροοικονομικό περιβάλλον επιδεινωθεί. Συγκεκριμένα, εάν τα κόμματα αποτύχουν να σχηματίσουν μια νέα κυβέρνηση ή καθυστερήσουν σε μεγάλο βαθμό, ενδέχεται να καθυστερήσει η εφαρμογή των μέτρων και των ορόσημων στη βάση του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να υπάρξουν οι περαιτέρω εκταμιεύσεις πόρων. Επιπλέον, ένα νέο «κύμα» ενεργειακής κρίσης ή τυχόν περαιτέρω τριγμοί στον τραπεζικό κλάδο που θα εξελιχθούν σε μια πλήρη οικονομική κρίση, σε μια εποχή που η Ελλάδα δεν διαθέτει μια σταθερή κυβέρνηση που να μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα, θα μπορούσε να βλάψει και να επιδεινώσει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Επιπλέον, τα ζητήματα που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν και από την τελευταία κρίση θα μπορούσαν άμεσα να επανέλθουν, ιδιαίτερα καθώς η ανεργία και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια - αν και μειώνονται - παραμένουν υψηλά σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνονται μάλλον ζοφερές, υπό το βάρος και των χαμηλών δυνητικών ρυθμών ανάπτυξης. Ένας ταχέως μειούμενος πληθυσμός, παράλληλα με την υπογονιμότητα και τις καθαρές μεταναστευτικές ροές, θα μειώσει σημαντικά την προσφορά εργασίας τις επόμενες δεκαετίες. Οι σχετικά χαμηλές επενδύσεις και η αύξηση της παραγωγικότητας μετά βίας θα αντισταθμίσουν το δημογραφικό αντίκτυπο, ενώ το σύστημα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας της χώρας εξακολουθεί να φαίνεται ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει δυσανάλογα τους φτωχότερους.
Η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα μέσω μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας και την προώθηση των επενδύσεων. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχουν περιορισμένα κίνητρα για να αντιμετωπιστούν επειγόντως αυτά τα ζητήματα, καθώς η οικονομία τα πηγαίνει σχετικά καλά όχι όμως και η πολιτική. Ως εκ τούτου, ενώ μια νέα κρίση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας είναι πιθανό να παραμείνει πολύ χαμηλότερο από αυτό της Ευρωζώνης για πολλές ακόμη δεκαετίες.