Aντίστροφη μέτρηση τεσσάρων ημερών τρέχει από σήμερα για τη συνάντηση των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομικών (Ecofin) στο Λουξεμβούργο, την ώρα που, σύμφωνα με δημοσίευμα της Handelsblatt, δεν διαφαίνεται συμβιβαστική γραμμή όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών κανόνων για το χρέος.
«Δεν υπάρχει ακόμη ζώνη προσγείωσης», δηλαδή «μια λύση που να πείθει τους πάντες», δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στους Financial Times (FT).
Σύμφωνα με την Handelsblatt, στο Ecofin της ερχόμενης Παρασκευής 16 Ioυνίου στο Λουξεμβούργο αναμένεται ότι θα συνοψιστεί η πρόοδος των διαπραγματεύσεων σε σχέση με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και θα δοθεί μια προοπτική για την ισπανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ που θα ξεκινήσει τον Ιούλιο (σ.σ. η σουηδική προεδρία λήγει κατά τον τρέχοντα μήνα).
Υπενθυμίζεται πως μεταρρύθμιση των εν λόγω κανόνων θα πρέπει να συμφωνηθεί μέχρι το τέλος του 2023. Αν δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, οι παλιοί κανόνες, οι οποίοι έχουν ανασταλεί από το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού το 2020, θα ισχύσουν και πάλι από τις αρχές του 2024. Αυτοί, όμως, θεωρούνται ξεπερασμένοι, γι' αυτό και η μεταρρύθμιση κρίνεται απαραίτητη, σημειώνει η γερμανική εφημερίδα.
Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της μεταρρύθμισης έχουν αμφισβητηθεί εδώ και πολύ καιρο. Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, Λίντνερ δήλωσε ότι η Γερμανία έχει ήδη προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις και δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια μεταρρύθμιση που δεν θα λάμβανε υπόψη τις γερμανικές προτάσεις. Από την άποψη της Κομισιόν, όμως, αυτό έχει γίνει. Μια αλλαγή των κανόνων απαιτεί ομοφωνία, γεγονός που καθιστά εύκολο το μπλοκάρισμα.
Στο επίκεντρο του σχεδίου των Βρυξελλών για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες βρίσκονται οι μεμονωμένες (δηλαδή κάθε χώρας-μέλους της Ε.Ε.) διαπραγματεύσεις με κατεύθυνση τη μείωση των υπερβολικών ελλειμμάτων και των επιπέδων χρέους αντί για γενικούς στόχους. Κατά κανόνα, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να βελτιώσουν τα μεγέθη τους εντός τεσσάρων ετών, σε ορισμένες περιπτώσεις εντός επτά ετών, γεγονός που δίνει στην Κομισιόν μεγαλύτερη επιρροή.
Ειδικά η Ιταλία και η Γαλλία (οι οποίες έχουν υψηλά επίπεδα χρέους), επιμένουν σε μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με τους νέους κανόνες.
Ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, Λίντνερ, από την άλλη πλευρά, έχει επανειλημμένα επικρίνει δημοσίως ότι οι προτάσεις της Κομισιόν δεν θα οδηγήσουν αρκετά αξιόπιστα στη μείωση του χρέους και πως αυτό που χρειάζεται είναι αριθμητικοί στόχοι για τη μείωση του χρέους και πρόσθετες εγγυήσεις για την τακτική μείωση των ελλειμμάτων και των επιπέδων του χρέους.
Ο Λίντνερ τόνισε στους Financial Times ότι η Γερμανία δεν είναι απομονωμένη στην κριτική της. «Έχουμε πολλές άλλες χώρες στο πλευρό μας», σημείωσε. Η Γερμανία έχει ήδη συναντήσει άλλες χώρες στα μισά του δρόμου (σ.σ. δηλαδή μετά την παρουσίαση της πρότασης των Βρυξελλών), είπε. Ωστόσο, ένας συμβιβασμός πρέπει, επίσης, να είναι δικαιολογημένος, ενώ οι νέοι κανόνες δεν θα μπορούσαν να αποτελούνται μόνο από εξαιρέσεις.
Tι λένε Γερμανοί οικονομολόγοι
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο της γερμανικής Οικονομίας (IW, Koeln) η νομοθετική πρόταση της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ υιοθετεί εν μέρει προτάσεις της γερμανικής κυβέρνησης.
Για παράδειγμα, οι προτάσεις της Κομισιόν προβλέπουν πως οι κρατικές δαπάνες στις υπερχρεωμένες χώρες πρέπει να αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τη δυνητική ανάπτυξη.
Οι εμπειρογνώμονες του γερμανικού think tank υπολόγισαν τι σημαίνει κάτι τέτοιο και τονίζουν πως δεν συνεπάγεται υπερβολικές απαιτήσεις δημοσιονομικής εξυγίανσης, όπως συχνά κατηγορείται η γερμανική κυβέρνηση. Επιπλέον - σωστά - προβλέπεται πως δεν θα πρέπει να περάσουν 4 χρόνια χωρίς να μειωθούν οι δείκτες χρέους.
Η πρόταση της γερμανικής κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εισαχθεί ένα σταθερό όριο στην αύξηση των κρατικών δαπανών για τα υπερχρεωμένα κράτη - μέλη της Ε.Ε. στη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει νόημα. Μια τέτοια ελάχιστη απαίτηση δεν φαίνεται υπερβολικά φιλόδοξη, καθώς κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε μια σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείμματος και του χρέους, σημειώνεται από το γερμανικό think tank.
Μάλιστα, βασίζεται σε αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους ανά χώρα και σε μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια, αλλά δίνει στην Κομισιόν μεγάλο πολιτικό περιθώριο.
Απέναντι σε αυτό το σχέδιο των Βρυξελλών, η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε ζητώντας ένα αυστηρότερο πλαίσιο μέσω ποσοτικών κριτηρίων αναφοράς, προκειμένου να διατηρηθεί ο πολυμερής χαρακτήρας του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, να διασφαλιστεί η μείωση των επιπέδων χρέους και του ελλείμματος και να περιοριστεί το αυξημένο περιθώριο δράσης της Κομισιόν.
Ορισμένες από τις απαιτήσεις επικρίθηκαν ως υπερβολικά σκληρές, σχολιάζει το IW.
Μια αξιοσημείωτη απόκλιση από τη μεταρρυθμιστική αντίληψη της Κομισιόν είναι ένα σταθερό όριο στην αύξηση των δαπανών, το οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί απαραίτητο για την επαρκή μείωση του χρέους.
Ως εκ τούτου, ως ελάχιστη απαίτηση εξυγίανσης για τα κράτη με υψηλότερο χρέος, η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών πρέπει να είναι χαμηλότερη κατά ένα ορισμένο περιθώριο από τη δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας. Ως διαφορά μεταξύ των δύο ρυθμών ανάπτυξης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προτείνει για τα υπερχρεωμένα κράτη, για παράδειγμα, 1 ποσοστιαία μονάδα. Αυτό το κριτήριο θα ισχύει μέχρι ο κρατικός προϋπολογισμός να μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς ισοσκελισμένος.
Κατά την αξιολόγηση της πρότασης της γερμανικής κυβέρνησης, καθοριστικό στοιχείο είναι κατά πόσον η ελάχιστη απαίτηση της 1 ποσοστιαίας μονάδας οδηγεί σε υπερβολική εξυγίανση και υπερβολικές απαιτήσεις.
Μια σύγκριση με την τρέχουσα πρόβλεψη της Κομισιόν για την εξέλιξη του δημοσιονομικού ελλείμματος δείχνει ότι η Ισπανία και η Ιταλία βρίσκονται ήδη περίπου σε αυτή την πορεία μείωσης. Έτσι, ο στόχος για αυτά τα υπερχρεωμένα κράτη μέλη δεν φαίνεται υπερβολικά φιλόδοξος στην παρούσα κατάσταση. Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να ακολουθήσει μια πιο φιλόδοξη δημοσιονομική πολιτική. Ωστόσο, η γαλλική κυβέρνηση το έχει αναγνωρίσει αυτό και σχεδιάζει προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεδομένου του σημερινού μακροοικονομικού περιβάλλοντος με την ανάκαμψη της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, τα συνεχιζόμενα χαμηλά μέσα επιτόκια (αν και με ελαφρά ανοδική τάση) και τον πληθωρισμό που παραμένει αρκετά υψηλός, η μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι εφικτή χωρίς πολύ σκληρή πορεία δημοσιονομικής λιτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα τέσσερα έως επτά χρόνια κατά τα οποία, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, δεν απαιτείται μείωση του χρέους, θα ήταν χαμένα χρόνια.
Παρ' όλα αυτά, η ελάχιστη απαίτηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για μείωση του χρέους δεν φαίνεται επιτακτική. Διότι εφόσον η πορεία των δαπανών καταρτίζεται βάσει μιας τεκμηριωμένης ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους υπό τις τρέχουσες μακροοικονομικές συνθήκες και εφόσον ο περιορισμός της αύξησης των δαπανών ισχύει, προκύπτει ήδη με επαρκή πιθανότητα μια συνεχής μείωση του χρέους. Συνεπώς, μια περαιτέρω ρητή ρύθμιση για το θέμα αυτό θα ήταν περιττή σε αυτή την περίπτωση. Συνεπώς, ο ελάχιστος όρος για την πορεία των δαπανών είναι επαρκής - ιδίως δεδομένου ότι η απαίτηση μείωσης του δείκτη χρέους είναι πολιτικά αρκετά αμφιλεγόμενη.
Όσον αφορά το αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης περί άμβλυνσης της υφιστάμενης ρήτρας επενδύσεων, από πλευράς του γερμανικού think tank επισημαίνεται πως ορισμένες κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με επενδύσεις δεν υπολογίζονται στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων. Μέχρι στιγμής, η εφαρμογή της ρήτρας επενδύσεων ήταν πολύ στενή, καθώς προβλέπεται μόνο για συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ έργα σε φάσεις οικονομικής ύφεσης - και περιορισμένη χρονικά και ποσοτικά.
Οι προτάσεις της Bundesbank
Aπό την πλευράς της η γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank), όπως αναφέρει το δελτίο της για το Μάιο του 2023, προτείνει τα εξής:
- Η περίοδος προσαρμογής (σε περίπτωση διαδικασίας ελλείμματος) δεν πρέπει να ξεπερνά τα 4 χρόνια.
- Να διαγραφούν οι ρήτρες περί «ελαχίστων κριτηρίων αναφοράς».
- Τα σχέδια προσαρμογής πρέπει να καταρτίζονται σε «πρώιμο στάδιο.
- Να κινείται αυτόματα η διαδικασία ελλείμματος όταν ο λόγος χρέους ξεπερνά το 90%.
- Να υπάρξει διασφάλιση της «αξιόπιστης» και «απτής» μείωσης του λόγου του χρέους.
- Η διαδικασία για το έλλειμμα να ξεκινά αμέσως με έλλειμμα 3,5%.
- Να εφαρμόζεται πρόγραμμα προσαρμογής σε περίπτωση διαδικασίας για το έλλειμμα.
- Οι επιβαρύνσεις του ευρωπαϊκού προγράμματος Next Generation να λαμβάνονται υπόψη στους δημοσιονομικούς κανόνες.