Σε τεχνική (αλλά όχι βαθιά) ύφεση αναμένεται πως έχει εισέλθει η οικονομία της Ευρωζώνης για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτος, όπως υποστηρίζει η Barclays, καθώς η οικονομική δραστηριότητα δείχνει να χαμηλώνει σε όλες τις μεγάλες χώρες της περιοχής, αλλά με κάποια διαφοροποίηση μεταξύ κλάδων και χωρών.
Στη Γερμανία, οι δείκτες επιχειρηματικής και καταναλωτικής εμπιστοσύνης βελτιώνονται εδώ και μερικούς μήνες και οι λιανικές πωλήσεις ενισχύθηκαν αισθητά τον Οκτώβριο (αύξηση 1,1% σε μηνιαία βάση) μετά από τη θετική αναθεώρηση στα μεγέθη του Σεπτεμβρίου (από -0,8% σε μηνιαία βάση σε -0,1% σε μηνιαία βάση).
Στη Γαλλία, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου αναθεωρήθηκε από το 0,1% σε τριμηνιαία βάση στο -0,1% σε τριμηνιαία βάση και οι καταναλωτικές δαπάνες συρρικνώθηκαν κατά 0,9% σε μηνιαία βάση τον Οκτώβριο. Ωστόσο, ο τελικός δείκτης PMI μεταποίησης Νοεμβρίου αναθεωρήθηκε οριακά στις 42,9 μονάδες (από 42,6 μονάδες που ήταν η προκαταρκτική ανάγνωση) και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών ενισχύθηκε επίσης απότομα τον μήνα αυτόν. Συνολικά, τα δεδομένα στη Γαλλία φανερώνουν ότι η οικονομία έχει ήδη «πιάσει πάτο».
Αντιθέτως, στην Ιταλία τα στοιχεία δείχνουν μια διαδοχική επιδείνωση της αναπτυξιακής δυναμικής από το τρίτο έως το τέταρτο τρίμηνο. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς τα πάνω, από το 0% στο 0,1% σε μηνιαία βάση. Ωστόσο, τον Νοέμβριο, ο δείκτης PMI μεταποίησης υποχώρησε στις 44,4 μονάδες (από 44,9 τον Οκτώβριο και 46,8 τον Σεπτέμβριο), με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να βελτιώνεται ελαφρώς, αλλά με το γενικό δείκτη οικονομικού κλίματος να επιδεινώνεται.
Από την άλλη, η Ισπανία παραμένει ανθεκτική, με τον δείκτη PMI μεταποίησης να εκτινάσσεται στις 46,3 μονάδες από τις 45,1. Επιπλέον, όπως αναφέρει η Barclays, τα στοιχεία της αγοράς εργασίας υποδηλώνουν επίσης μια μέτρια επιδείνωση. Τον Οκτώβριο, ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 7,8% στην Ιταλία (αύξηση κατά 30 μονάδες βάσης από το χαμηλότερο ιστορικό του 7,5% που σημειώθηκε τον Ιούνιο και τον Αύγουστο), παρέμεινε αμετάβλητο στην Ευρωζώνη, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Ως προς το σκέλος του πληθωρισμού, τα βλέμματα στρέφονται στις ανακοινώσεις για τα τελικά μεγέθη του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου που ακολουθεί, όπου θα ξεκαθαρίσει εάν η ταχύτερη επιβράδυνση του πληθωρισμού - όπως καταγράφηκε το Νοέμβριο - είναι πιθανό να διατηρηθεί ή θα αλλάξει η τροχιά αποκλιμάκωσης. Τα στοιχεία νομισματικής πολιτικής εξακολουθούν να υποδηλώνουν μια ισχυρή μετάδοση των αποφάσεων της ΕΚΤ. Με βάση την έρευνα έρευνα για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (SAFE), το ποσοστό των οικονομικά ευάλωτων επιχειρήσεων αυξήθηκε σχεδόν στο επίπεδο που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ τα στοιχεία για τα ποσοστά χρεοκοπίας του τρίτου τριμήνου στην Ευρωζώνη δεν υποδεικνύουν κάποια σημαντική νέα επιδείνωση.
Στο επικοινωνιακό σκέλος, η ΕΚΤ συνεχίζει να επιμένει στα «υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» («higher for longer») επιτόκια. Η Barclays εκτιμά πως η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα προκύψει στη συνεδρίαση του Ιουλίου και μια εξασθένηση των επανεπενδύσεων στις λήξεις του PEPP από το δεύτερο τρίμηνο του 2024. «Το να προκύψουν μείωσεις επιτοκίων ή - και ταχύτερος κύκλος μείωσης από ό,τι αναμένουμε στο δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους θα μπορούσαν να συμβούν εάν η οικονομική δραστηριότητα και ο πληθωρισμός συνεχίσουν να εκπλήσσουν με την πτωτική τους πορεία», αναφέρει ο οίκος.