Έντονους τριγμούς προκάλεσε στην αγορά της Γαλλίας (μετοχές, ομόλογα) η απόφαση του προέδρου Ε. Μακρόν να κηρύξει πρόωρες εκλογές, μετά την κατακρήμνιση των ποσοστών του συνασπισμού του στις ευρωεκλογές και την περαιτέρω αναρρίχηση της ακροδεξιάς της Μ. Λεπέν.
Όπως αναφέρει η Barclays, οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν θα προκύψει απόλυτη πλειοψηφία από τις γαλλικές εθνικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου, αλλά ένα ισχυρό πλεονέκτημα για το κόμμα της Λεπέν που θα καθιστά τη «συγκατοίκηση» (μεταξύ Μακρόν-Λεπέν) ή ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο τα πιο πιθανά αποτελέσματα, και τα δύο αρνητικά έναντι του status quo, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο με τον συνασπισμό του προέδρου Μακρόν να χάνει περισσότερες έδρες θα έκανε το πλαίσιο διακυβέρνησης ακόμη πιο δύσκολο από ό,τι ήταν από τότε που έχασε την πλειοψηφία του το 2022, με ελάχιστες προοπτικές η κυβέρνηση να εγκρίνει οποιαδήποτε ουσιαστική νομοθεσία για τη βελτίωση των προοπτικών στα δημοσιονομικά, την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας ή τη βιομηχανική πολιτική.
Αυτό το σενάριο αυξάνει επίσης τον κίνδυνο αδιεξόδου και επαναλαμβανόμενων εκλογικών αναμετρήσεων σε μια φάση δυσπιστίας. «Ελλείψει σημαντικών πιέσεων, θα περιμέναμε ότι η κυβέρνηση της χώρας να είναι σε θέση να παρουσιάσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα επταετές σχέδιο προσαρμογής και να εγκρίνει έναν προϋπολογισμό σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας του 2024, κάνοντας χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος. Αν και αυτό θα άφηνε το δημόσιο χρέος σε μια ανοδική τροχιά το 2025, αναμένουμε ότι η ΕΚ θα εγκρίνει το σχέδιο με την προοπτική μιας μικρής ετήσιας δημοσιονομικής προσαρμογής» όπως αναφέρουν οι αναλυτές.
Μια «συγκατοίκηση» μεταξύ του προέδρου Μακρόν και μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης θα ήταν, κατά τη Barclays, πιο αρνητική για τις αγορές, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προοπτική περαιτέρω δημοσιονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, αλλά τα βασικά ερωτήματα κατά πόσο μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο και σε τι ορίζοντα.
Οι αναλυτές αναμένουν ότι η κυβέρνηση δεν θα προσπαθήσει να εφαρμόσει ένα πλήθος πολιτικών που θα μπορούσε να προκαλέσει μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη των εκλογών μετά το 2018 στην Ιταλία ή της κυβέρνησης Liz Truss του 2022 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο, ο βρετανικός οίκος αναμένει ότι με την πάροδο του χρόνου, με αργούς ρυθμούς, μια ακροδεξιά κυβέρνηση θα επιχειρούσε να εφαρμόσει την πολιτική της ατζέντα. Οι αναλυτές κρίνουν ότι αυτό θα χειροτέρευε τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα του γαλλικού χρέους και των μεγεθών της οικονομίας και θα υπονόμευε επίσης τη δύναμη των ευρωπαϊκών θεσμών, σύμφωνα με το πολιτικό μανιφέστο του «Εθνικού Συναγερμού» που παρουσιάστηκε το 2022.
Ο κίνδυνος να παραιτηθεί ο πρόεδρος Μακρόν μετά από μια μεγάλη ήττα, ιδιαίτερα εάν το κόμμα του χάσει περισσότερες έδρες από αυτές που παρουσιάζουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις, έχει αποκλειστεί από τον ίδιο. Ωστόσο, εάν αυτό συμβεί, θα προκηρύσσονταν νέες προεδρικές εκλογές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το κόμμα της Λεπέν σε απόλυτη κυριαρχία ελέγχοντας τόσο το Κοινοβούλιο όσο και τα Ηλύσια. Αυτό θα επέτρεπε στην ίδια να εφαρμόσει την πολιτική της ατζέντα σε μεγαλύτερο βαθμό και ένταση.
Σύμφωνα με τη Barclays, η άνοδος της πολιτικής αβεβαιότητας και η απροθυμία της ΕΚΤ να καθοδηγήσει προς μεγαλύτερη χαλάρωση πολιτικής έχει επιδεινώσει την εκδοτική δραστηριότητα γαλλικών ομολόγων. Οι αναλυτές βλέπουν τα γαλλικά ομόλογα να υποαποδίδουν έναντι του υπόλοιπου γκρου των ευρωπαϊκών τίτλων στα περισσότερα σενάρια με σαφή ασυμμετρία υπέρ της διεύρυνση του spread μεταξύ OAT-Bund.