Με γενική παραδοχή τη σαφή επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ΕΚΤ αναμένεται να κάνει ακόμη ένα βήμα στη συνεδρίαση της Πέμπτης, μειώνοντας τα επιτόκιά της κατά 25 μονάδες βάσης. Τα μακροοικονομικά στοιχεία έχουν επιδεινωθεί μετά την τελευταία συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, με την αγορά απασχόλησης να παρουσιάζει ρωγμές και τις επιχειρήσεις να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ανάκαμψη, με βαρύ πλέον κλίμα στον «πυρήνα» του ευρώ, Γερμανία και Γαλλία.
Ενώ η μείωση των 25 μονάδων βάσης θεωρείται δεδομένη, στο τραπέζι έχει πέσει και η προοπτική μεγαλύτερης μείωσης των 50 μονάδων βάσης, όπως έκανε η Fed, με ορισμένους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης να το έχουν κατά νου, χωρίς ωστόσο να εκπροσωπούν το μέσο όρο. Το σενάριο αυτό θεωρείται απίθανο να ευοδωθεί, καθώς υπάρχουν αντίθετες γνώμες, που ζητούν να διατηρηθεί μία ισορροπία ανάμεσα στον πληθωρισμό και στην οικονομία.
Το βασικό σενάριο της ΕΚΤ παραμένει μία συνεχής γραμμική μείωση των επιτοκίων και μετά τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου, οπότε αναμένεται και νέα κίνηση των 25 μονάδων βάσης. Ακολουθούν οι συνεδριάσεις στις 30 Ιανουαρίου του 2025, στις 6 Μαρτίου και στις 17 Απριλίου, όπου επίσης η προοπτική είναι επιτοκιακές μειώσεις των 25 μονάδων βάσης σε καθεμία συνεδρίαση. Το βασικό ερώτημα είναι πόσο θα μειωθούν τα επιτόκια και σε ποιο σημείο θα διαμορφωθεί το λεγόμενο «ουδέτερο» επιτόκιο, με αρκετούς αναλυτές να το βλέπουν στο 2% ή κοντά σε αυτό το επίπεδο.
Ανησυχίες για την οικονομία
Το σενάριο πλέον της ύφεσης έρχεται πιο κοντά, καθώς η γερμανική οικονομία προβλέπεται να παρουσιάσει συρρίκνωση για δεύτερο διαδοχικό έτος το 2024, με θολό το τοπίο καθώς πολλά θα εξαρτηθούν και από εξωγενείς παράγοντες, όπως οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τον νέο «ένοικο» του Λευκού Οίκου μετά τις αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Οι πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ με την τεράστια αύξηση των δασμών αναμένεται να πυροδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις, καθώς οι αυξήσεις των δασμών θα ανοίξουν πολλά εμπορικά μέτωπα, με το αυξημένο κόστος πρώτων υλών να μετακυλίεται στους καταναλωτές με πλήγμα στην αγοραστική τους δύναμη.
Από την άλλη, οι τιμές πετρελαίου μπορεί πάντα να επιστρέψουν σε άνοδο, παρά το γεγονός ότι παραμένουν συγκρατημένες αφού απομακρύνεται ο φόβος χτυπήματος πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Ιράν από το Ισραήλ και μειώνεται η ζήτηση για ενέργεια, ειδικά από την Κίνα, την κορυφαία εισαγωγό πετρελαίου του πλανήτη. Τα πράγματα όμως είναι εύθραυστα και η ανατροπή ελλοχεύει ανά πάσα στιγμή. Πολύ περισσότερο, η επιβολή δασμών 10% έως 20% στις εισαγωγές ευρωπαϊκών αγαθών στις ΗΠΑ θα μπορούσε να κόψει από την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας μία ποσοστιαία μονάδα, που σημαίνει ότι θα οδηγηθεί απευθείας σε ύφεση, με βάση τις υφιστάμενες προβλέψεις.
- Δείτε επίσης: Γιατί ο Ευρωπαϊκός Νότος νικά το γαλλογερμανικό άξονα σε ανάπτυξη – «Κλειδί» τουρισμός και κονδύλια ΕΕ
Μαζί με τη Γερμανία και η Γαλλία, που παραπαίει υπό το βάρος του τεράστιου χρέους της και του αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος. Τα περιθώρια κινήσεων του Παρισιού είναι λίαν περιορισμένα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας. Επίσης, κεντρικές τράπεζες σε Ιταλία και Πορτογαλία έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τον πήχη για την ανάπτυξη και έπονται και άλλες, σε μία Ευρωζώνη που αναμένεται να τρέξει φέτος με ρυθμό 0,7% έως 0,8% στην καλύτερη περίπτωση.
Επιστροφή στο QE;
Οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κάμψη της καταναλωτικής ζήτησης έχουν αποκλιμακώσει τον πληθωρισμό κάτω από το στόχο του 2% της ΕΚΤ – στην Ευρωζώνη βρίσκεται στο 1,8% με βάση τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου – πυροδοτώντας ανησυχίες για επιστροφή στις συνθήκες της προ της πανδημίας εποχής, με τον χρόνιο αποπληθωρισμό.
Με φόντο ένα τέτοιο εκρηκτικό περιβάλλον, χαμηλής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού, το ερώτημα είναι τι κινήσεις θα κάνει η ΕΚΤ και στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να τεθεί υπό εξέταση ακόμη και η αναβίωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Οι αγορές στοιχείων ενεργητικού, γνωστές ως ποσοτική χαλάρωση ή QE, είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποίησε η ΕΚΤ για να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρωζώνη και να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%.
Ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 και των αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, τα βασικά επιτόκια προσέγγισαν το επίπεδο που στην πράξη είναι το ελάχιστο δυνατό, δηλαδή το σημείο στο οποίο τυχόν περαιτέρω μείωση θα είχε ελάχιστη ή μηδενική επίδραση. Γι’ αυτό, η ΕΚΤ έλαβε άλλα μέτρα προκειμένου αφενός να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο ο πληθωρισμός να παραμείνει υπερβολικά χαμηλός για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και αφετέρου να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (ΑΡΡ) είναι ένα από τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η ΕΚΤ για την επίτευξη αυτού του στόχου. Να σημειωθεί ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος APP έληξαν τον Ιούλιο του 2022, όμως τα ποσά από την εξόφληση των αποκτηθέντων τίτλων κατά τη λήξη τους εξακολουθούν να επανεπενδύονται στο ακέραιο.
Η παρατεταμένη παρουσία αβεβαιοτήτων, που σχετίζονται με γεωπολιτικούς παράγοντες, η αυξανόμενη απειλή προστατευτισμού και η κάμψη του εμπορίου περιορίζουν το οικονομικό κλίμα, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης. Ως εκ τούτου, μπορεί να χρειαστεί ένας σημαντικός βαθμός νομισματικών κινήτρων για να διασφαλιστεί ότι οι χρηματοοικονομικές συνθήκες θα παραμείνουν ευνοϊκές.
Οι προβλέψεις αναλυτών
Οι traders έχουν ήδη προεξοφλήσει τουλάχιστον τρεις μειώσεις στις τέσσερις συνεδριάσεις που θα ακολουθήσουν αυτή του Οκτωβρίου. Σύμφωνα με δημοσκόπηση αναλυτών που πραγματοποίησε το Bloomberg, τα επιτόκια θα πέσουν σε επίπεδα που δεν θεωρούνται πια περιοριστικά για τη ζήτηση έως τα τέλη του 2025. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης αύριο 17 Οκτωβρίου και σε κάθε συνεδρίασή της έως το Μάρτιο. Μετά, αναμένονται δύο ακόμα κινήσεις, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 2025, που θα φέρουν τελικά τα επιτόκια στο 2%.
Πρόκειται για ουσιαστική μεταβολή στις προβλέψεις για τα επιτόκια, αφού η προηγούμενη δημοσκόπηση του Bloomberg «έβλεπε» τον κύκλο νομισματικής χαλάρωσης να ολοκληρώνεται με τα επιτόκια στο 2,5%, το Σεπτέμβριο του 2025.
Ήδη, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα κάνει μείωση, λέγοντας ότι η πτώση του πληθωρισμού θα αντανακλάται στην απόφαση της κεντρικής τράπεζας στη συνεδρίαση της 17ης Οκτωβρίου.
Ωστόσο, δεν έχουν φθάσει όλοι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής σε αυτό το σημείο. Ο διοικητής της φινλανδικής κεντρικής τράπεζας Όλι Ρεν έχει επαναλάβει το μήνυμα ότι ο ρυθμός και το μέγεθος των περαιτέρω μειώσεων θα πρέπει να αποφασίζεται σε κάθε συνεδρίαση.
Ωστόσο, η Λαγκάρντ μπορεί να κάνει νύξη ότι επίκειται αλλαγή, αναφερόμενη στις προβλέψεις που θα δημοσιοποιήσει η ΕΚΤ το Δεκέμβριο, όπως ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος της AXA, Γκιλς Μόεκ. «Η συνεδρίαση του Δεκεμβρίου είναι η σωστή στιγμή για την ΕΚΤ να αλλάξει το αφήγημα της μελλοντικής πολιτικής της», ανέφερε.
Ακόμη και ο επίμονος πληθωρισμός υπηρεσιών, μία ιδιαίτερη ανησυχία για την ΕΚΤ, υποχώρησε ελαφρώς. Σε μηνιαία βάση, επιβραδύθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2023, σύμφωνα με την Nomura. Tα προθεσμιακά υποδηλώνουν ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών θα κρατηθεί κάτω από το 2% από το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους, σύμφωνα με στοιχεία της Danske Bank.
Ο Μόεκ της ΑΧΑ σημειώνει ότι η αναμενόμενη ανάκαμψη δεν θα έρθει σύντομα, ότι ο πληθωρισμός κινδυνεύει να πέσει κάτω από το στόχο της ΕΚΤ, και αυτό είναι μία ανησυχία που μοιράζονται αρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ. Ακόμη και το γεράκι, η Ίζαμπελ Σνάμπελ, έχει αποσύρει τις προειδοποιήσεις ως προς τη δυσκολία τιθάσσευσης των τιμών.
Επειδή όμως, η ΕΚΤ, σε αντίθεση με την Φέντεραλ Ριζέρβ, στοχεύει μόνο στον πληθωρισμό, το ερώτημα έγκειται στο εάν η στασιμότητα θα μπορούσε να πιέσει τον πληθωρισμό κάτω από το στόχο – η βασική πρόκληση της ΕΚΤ τη δεκαετία πριν την πανδημία.
Ο χαμηλός πληθωρισμός σημαίνει ότι η ΕΚΤ μπορεί να ανεχθεί την όποια προσωρινή άνοδο των τιμών πετρελαίου, αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος της BNP Paribas, Πολ Χολινγκσγουόρθ.