Προφανώς και το ερώτημα δεν τίθεται τυχαία. Η τάση στις Βρυξέλλες δείχνει ότι το νέο επταετές πλαίσιο 2028-34 θα είναι περισσότερο «κεντρικοποιημένο» σε ό,τι αφορά στις εγκρίσεις και συνδεδεμένο με εθνικά αναπτυξιακά πλάνα. Οι εκταμιεύσεις θα προϋποθέτουν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα ενισχύουν την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την δίκαιη συμμετοχή στην απασχόληση κλπ. Αυτό που έως σήμερα ορίζαμε ως «Ταμείο Ανάκαμψης» θα αποτελεί κατά τα φαινόμενα κυρίαρχο μοντέλο εντός της ΕΕ σε σχέση με το «μοντέλο ΕΣΠΑ». Ποια είναι, λοιπόν, η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα;
Και Ανάκαμψη και Συνοχή
Με δεδομένη τη θετική ελληνική επίδοση σε ό,τι αφορά τη σύνδεση των μεταρρυθμίσεων με εκταμιεύσεις, το μοντέλο του Ταμείου Ανάκαμψης έχει κατ’ αρχάς λειτουργήσει θετικά. Αυτό έχει επισημανθεί σε αρκετές περιπτώσεις από την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Τουλάχιστον σε πρώτη φάση, το μοντέλο λειτούργησε. Από την άλλη πλευρά, η διατηρησιμότητα των μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν τις εκταμιεύσεις ή οι μηχανισμοί γρήγορης και ορθής ολοκλήρωσης των έργων είναι ένα διαφορετικό κεφάλαιο, το οποίο σχετίζεται με χρόνιες παθογένειες, όχι πάντως με το δίλημμα «Ανάκαμψη ή Συνοχή».
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική απάντηση στο ερώτημα φαίνεται να είναι «και ανάκαμψη κι συνοχή». Αυτό επιδιώκει η ελληνική πλευρά -και μάλιστα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο- να συμπεριληφθεί στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Νοεμβρίου στη Βουδαπέστη, όταν η ανταγωνιστικότητα θα βρεθεί και πάλι στην ατζέντα των συζητήσεων των αρχηγών των κρατών μελών.
Η Πολιτική Συνοχής, σύμφωνα με τη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης, οφείλει και να στηρίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα όλων των περιοχών και περιφερειών της Ένωσης και να αντιμετωπίζει τις κοινωνικές ανισότητες σε αυτές. Αυτό άλλωστε υποστηρίζεται και από την ίδια της συνθήκη της ΕΕ, γεγονός που δυνητικά στηρίζει επαρκώς την ελληνική τοποθέτηση.
Μία βασική αλλαγή
Αυτό που στην πράξη χρήζει προσοχής είναι η πάγια σύνδεση των εκταμιεύσεων των ευρωπαϊκών πόρων (και των κονδυλίων συνοχής) με στόχους. Ακόμη και οι πόροι που συνδέονται με κοινωνικές πολιτικές (επιδόματα κ.α.) αναμένεται να συνδέονται με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και να εγκρίνονται «κεντρικότερα» από την Επιτροπή, σε σχέση με τη δαιδαλώδη υφιστάμενη διαδικασία. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο απώλειας των συγκεκριμένων κονδυλίων ή -λόγω μεγαλύτερης ευελιξίας- μεταφοράς τους σε άλλο πυλώνα δράσεων. Αν συνεπώς οι συνδεόμενες μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιηθούν, τότε τα αντίστοιχα κονδύλια είτε θα πρέπει βρεθούν από άλλη υφιστάμενη πηγή του προϋπολογισμού ή η δαπάνη να μην προσχωρήσει. Και μία παρατήρηση που μπορεί να αποδειχθεί σχετική: Με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, ήδη από την επόμενη χρονιά, ακόμη και πιθανά υπερέσοδα του προϋπολογισμού θα δημιουργούν δημοσιονομικό μαξιλάρι και -εφόσον είναι επαναλαμβανόμενα- μόνο τότε θα μπορούν να ενταχθούν σε δαπάνες της επόμενης χρονιάς.