Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ πωλεί αισιοδοξία, αλλά η Κίνα δεν αγοράζει. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, η κυβέρνηση έχει επανειλημμένως ανακοινώσει μέτρα για την αναζωογόνηση της επιβραδυνόμενης οικονομίας της χώρας. Στη συνέχεια όμως, όταν οι πολιτικές αυτές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, το χρηματιστήριο βυθίζεται, η οικονομία παραμένει σε λήθαργο και ο Σι προσπαθεί ξανά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Atlantic Council.
Με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να καταρρέει και τις πωλήσεις λιανικής να παραμένουν αναιμικές, γίνεται φανερό ότι η κατανάλωση στην Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία κυκλική κρίση που επιτείνεται από την ελεύθερη πτώση στην αγορά ακινήτων, την υψηλή ανεργία των νέων, το συσσωρευόμενο χρέος και τον αποπληθωρισμό.
Τώρα, ο Σι Τζινπίνγκ καλείται να δώσει νέα ώθηση στην κινεζική οικονομία, με έναν εκ βάθρων επαναπροσδιορισμό του αναπτυξιακού μοντέλου - από την εξάρτηση από τις επενδύσεις και τις εξαγωγές στην τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης, με αβέβαιη ωστόσο έκβαση. Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 4,9% για την κινεζική οικονομία φέτος, χαμηλότερα από τον επίσημο στόχο του 5% και 4,5% για το 2025.
Οι επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος μοχλός της παγκόσμιας ζήτησης και πολλές χώρες χρειάζονται την Κίνα για να διατηρήσουν υψηλό επίπεδο ζήτησης εισαγωγών. Αλλά οι εισαγωγές μειώνονται καθώς η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται και το Πεκίνο βασίστηκε στην ανάπτυξη των εξαγωγών για να κρατήσει ζωντανή τη μεταποίηση.
Ως αποτέλεσμα, οι εμπορικές εντάσεις αυξάνονται καθώς μια πλημμύρα κινεζικών αγαθών πλήττει τόσο τις προηγμένες όσο και τις αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη. Και με τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να απειλεί με νέους δασμούς την Κίνα, το Πεκίνο θα πρέπει να εστιάσει στους εγχώριους παράγοντες ανάπτυξης.
Η πρώτη λοιπόν μεγάλη καταιγίδα που έχει να αντιμετωπίσει το Πεκίνο είναι η κλιμάκωση των σινο-αμερικανικών εντάσεων. Ο Τραμπ δεσμεύθηκε να αυξήσει τους δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές αγαθών έως και 60%. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία απότομη και χαοτική διαταραχή του διμερούς εμπορίου, που έφθασε πέρυσι την αξία των 570 δις.δολαρίων. Η Ουάσιγκτον σχεδιάζει επίσης να αυξήσει τους εξαγωγικούς ελέγχους σε προηγμένη τεχνολογία, κάτι που θα έπληττε την πρόοδο στους ημιαγωγούς, στην τεχνητή νοημοσύνη, στους κβαντικούς υπολογιστές και σε άλλους συναφείς τομείς.
Εάν όμως όμως το Πεκίνο χρειαστεί να ρίξει το βάρος του σε έναν εμπορικό πόλεμο ή σε κλιμάκωση γεωπολιτικών εντάσεων, το εγχείρημα της τόνωσης της κατανάλωσης θα πάει πίσω.
Καθώς οι επικείμενοι δασμοί των ΗΠΑ απειλούν τις εξαγωγές, ήδη το Πεκίνο σηματοδότησε περισσότερο δημόσιο δανεισμό και δαπάνες το 2025, αυξάνοντας το στόχο για το δημοσιονομικό έλλειμμα, σε μια προσπάθεια να ενδυναμώσει τον αδύναμο κρίκο της οικονομίας, εστιάζοντας στην κατανάλωση. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε τουλάχιστον μια δεκαετία που το Πεκίνο θέτει ως πρώτη προτεραιότητα τη δυναμική άνοδο της κατανάλωσης και την τόνωση της συνολικής εγχώριας ζήτησης.
«Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση θα μοιράσει χρήματα στους καταναλωτές άμεσα. Είναι πιο πιθανό η κυβέρνηση να ξοδέψει περισσότερα. Η Κίνα θα ενισχύσει την κεντρική κυβέρνηση και θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, έτσι ώστε να μπορεί να ενισχυθεί η συνολική ζήτηση. Αυτή είναι η μεγάλη στρατηγική», δήλωσε στο Βloomberg ο Λάρι Χου, επικεφαλής για τα οικονομικά στην Κίνα, στην Macquarie Group.
Η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών υπολείπεται κατά πολύ της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής από την πανδημία και εφεξής. Ενώ η αύξηση των παραγγελιών στο εξωτερικό για κινεζικά προϊόντα βοήθησε στο να αντισταθμιστεί η οικονομική επιβράδυνση, το Πεκίνο αντιμετωπίζει τώρα αντιδράσεις από χώρες που ανησυχούν για τον αντίκτυπο μιας πλημμύρας φθηνών κινεζικών εξαγωγών.
Κορυφαίοι οικονομικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν επανειλημμένως καλέσει την Κίνα να ενισχύσει την εγχώρια κατανάλωση, υποστηρίζοντας ότι οι κρατικές επιδοτήσεις προς τους παραγωγούς έχουν οδηγήσει σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.
Οι τεράστιες ανισορροπίες
Η κυβέρνηση σίγουρα μπορεί να κάνει περισσότερα για να τονώσει τη ζήτηση. Τα μέτρα τόνωσης που ελήφθησαν από τον Σεπτέμβριο επικεντρώθηκαν στην αύξηση των πιστώσεων, κίνητρα από τις τοπικές κυβερνήσεις για αγορά του τεράστιου αποθέματος ημιτελών ή απώλητων κατοικιών και στην αναδιάρθρωση του τεράστιου χρέους των τοπικών κυβερνήσεων.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο δανεισμός των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών απέτυχε να αποκτήσει δυναμική παρά την εύκολη πίστωση - ένα σημάδι της κάμψης της εμπιστοσύνης που έχει υποβαθμίσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Τα αδύναμα στοιχεία για τις λιανικές πωλήσεις και τις πωλήσεις κατοικιών Νοεμβρίου δείχνουν ότι, όσον αφορά τους καταναλωτές, δεν είναι αρκετά.
Οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της ίδιας της κυβέρνησης δεν είναι αρκετές για να αγοράσουν όλα όσα παράγει η χώρα, δημιουργώντας ένα πλεόνασμα που θα πρέπει να εξαχθεί. Η Κίνα έχει εμπορικό πλεόνασμα τα 34 από τα τελευταία 40 χρόνια και μάλιστα χωρίς να διανύει πάντα την καλύτερή της περίοδο.
Αυτό αντανακλά τις τεράστιες ανισορροπίες της Κίνας στην αναλογία της κατανάλωσης και των επενδύσεων στο συνολικό ΑΕΠ. Οι επενδύσεις εκπροσώπησαν το 42% του ΑΕΠ της πέρυσι (έναντι ενός παγκόσμιου μέσου όρου 24%), η κατανάλωση εκπροσώπησε ένα 56% του ΑΕΠ (έναντι ενός παγκόσμιου μέσου όρου 76%), ενώ οι καθαρές εξαγωγές το εναπομείναν ποσοστό. Οι ανισορροπίες αυτές είναι τόσο ακραίες που ακόμη και εάν η Κίνα καταφέρει να αυξήσει το ποσοστό της κατανάλωσης επί του ΑΕΠ κατά 10% και μειώσει το ποσοστό των επενδύσεων κατά 10%, θα εξακολουθήσει να έχει από τα υψηλότερα ποσοστά επενδύσεων από οιαδήποτε άλλη χώρα, καθώς και τα χαμηλότερα ποσοστό κατανάλωσης από οιαδήποτε άλλη χώρα, σύμφωνα με το think tank, Carnegie Endowment for International Peace.
Συγκριτικά, στις ΗΠΑ, η ιδιωτική κατανάλωση εκπροσώπησε πέρυσι περίπου το 70% του ΑΕΠ και η αποταμίευση των νοικοκυριών ήταν μικρότερη από 10 σεντ σε κάθε δολάριο που κέρδισε. Στην Κίνα, τα νοικοκυριά αποταμίευσαν το ένα-τρίτο του εισοδήματός τους εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας.
Ο αντίκτυπος από την αύξηση της κατανάλωσης
Εάν τα κινεζικά νοικοκυριά γίνουν πιο πρόθυμα να ξοδέψουν, χώρες που παράγουν προϊόντα πολυτελείας ή προσελκύουν Κινέζους τουρίστες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, θα μπορούσαν να ωφεληθούν σημαντικά τους επόμενους μήνες, συμπεριλαμβανομένης της επόμενης κινεζικής Πρωτοχρονιάς στα τέλη Ιανουαρίου.
Επίσης, η Κίνα υπήρξε η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης για τις αναδυόμενες αγορές, απορροφώντας ιδιαίτερα τα εμπορεύματά τους και τις εξαγωγές πετρελαίου σε περιόδους άνθησης. Χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία, και σημαντικοί παραγωγοί εμπορευμάτων όπως η Χιλή και η Αργεντινή, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την αύξηση της κινεζικής ζήτησης για βασικά προϊόντα και βιομηχανικές εισροές.
Ωστόσο, τα πράγματα σήμερα είναι πολύ διαφορετικά. «Δεν υπάρχει ακόμη κανένα σημαντικό δημοσιονομικό κίνητρο που να στοχεύει άμεσα στον αναιμικό Κινέζο καταναλωτή, ο οποίος παραμένει ο βασικός περιορισμός», δήλωσε στο Reuters ο Χασνέιν Μαλί της Tellimer. «Ως εκ τούτου, το πακέτο υπολείπεται και πάλι από τα μέτρα μπαζούκα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις προοπτικές για την παγκόσμια ζήτηση εμπορευμάτων».
Το πακέτο τόνωσης είναι ένα σημαντικό πρωτίστως για την αναζωογόνηση της κινεζικής ανάπτυξης. Για να ξεκλειδώσει όμως η Κίνα το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό της δυναμικό, πρέπει να εφαρμόσει περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό θα περιλαμβάνει περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό κλίμα για όλες τις επιχειρήσεις, ιδίως μη κρατικές και ξένες εταιρείες. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις θα ενθάρρυναν τους επιχειρηματίες να επενδύσουν και να καινοτομήσουν περισσότερο και να παρακινήσουν τα νοικοκυριά να ξοδέψουν περισσότερα. Η ισχυρότερη κινεζική ανάπτυξη όχι μόνο θα βελτιώσει την κατάσταση των πολιτών της, αλλά θα δημιουργήσει και μεγαλύτερες θετικές επιπτώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο.
Το μεγάλο διακύβευμα
Ωστόσο, η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και μείωση των εξαγωγών και των επενδύσεων θα οδηγούσε σε πιο εσωστρεφή πολιτική που σημαίνει ότι τα κινεζικά προϊόντα θα πρέπει να καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά. Την ώρα που η υπερβολική εξάρτησή της από τις εξαγωγές την εκθέτει σε ένα ολοένα και πιο τεταμένο παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον.
Η Κίνα πρέπει να στραφεί προς την ανάπτυξη που καθοδηγείται από την κατανάλωση καθώς άλλοι κλάδοι εξασθενούν, όπως το real estate, σύμφωνα με τον Guardian. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζεται μια μεγαλύτερη, πιο πλούσια μεσαία τάξη. Αυτό απαιτεί ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, επενδύσεις στην τεχνολογία, μείωση της εξάρτησης από βασικές εισαγωγές και ενίσχυση της αυτοδυναμίας της Κίνας.
Το πρόβλημα, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό. Η μετάβαση από ένα χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό σε μια εύπορη μεσαία τάξη θα απαιτούσε την εξωτερική ανάθεση αλυσίδων συναρμολόγησης σε γειτονικές χώρες, όπως το Βιετνάμ και άλλες χώρες που συνδέονται με την Κίνα μέσω οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων και θαλάσσιων οδών και λιμανιών. Μία τέτοια ωστόσο οικονομική μετατόπιση θα μπορούσε να φερει διαταραχές με δυνητικά αποσταθεροποιητικές συνέπειες σε παγκόσμια κλίμακα.